ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Ο Κανάρης συναντά τον Ματρόζο !!!


 Ματρόζος
>
νας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτς π τ χρόνια,
> μ κάτασπρα μακρι μαλλιά, μ πύρινη ματιά,
> σν πλάτανος θεόρατος γυρμένος π᾿ τ χιόνια,
> περνοσε πάντα στ νησ τ μαρα γηρατειά.
> Εναι π κείνη τ γενι κι  γερο-καπετάνος
> πο κόμα κα στν πνο του τν τρεμε  Σουλτάνος.

> Εναι π κείνους πο χυσαν τ θάνατό τους αμα,
π τος χίλιους πο βγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
> εναι π κείνους πο βαλαν στν κεφαλή σου στέμμα
> κα γνωστοι σβηστήκανε στ δοξαστ νησί.
> Εχες στέρια λόλαμπρα στν ορανό σου κι λλα,
> μ κενα πο δν λαμψαν σανε πι μεγάλα.
>
> Σν γραψαν μ τ δαυλ τς στορίας μόνοι,
> χωρς γι᾿ ατος τος ρωες μία λέξη ατ ν πε,
> μ τν πληγή τους γι σταυρ κι τίμητο γαλόνι,
λλοι στ δίχτυα γύριζαν κα λλοι στ κουπί.
> Κι ο στολοκάφτες τν Σπετσν, τ᾿ τρόμητα λιοντάρια,
> μ τς βαρκολες πιαναν στ περιγιάλι ψάρια.
>
 γέρος μας παράπονο ποτ δ λέει κανένα,
> μ καπετάνους σν δε μς στ βασιλικά,
κείνους πού χε νατες του μ μάτια βουρκωμένα
> στ περασμένα γύριζε κα στ πυρπολικά,
> κα ξαπλωμένος δίπλα μου, μο λεγε κε στν μμο
> πόσα καράβια κάψανε στν Τένεδο, στ Σάμο.
>
> «Παιδί μου, τώρα γέρασα, παιδί μου θ᾿ ποθάνω»,
> στ τέλος πάντα μο λεγε μ᾿ ν᾿ ναστεναγμό,
> «νας Ματρόζος δν μπορε ν κάνει τ ζητιάνο,
> μ ν βαστάξω δν μπορ τς πείνας τν καημό.
> Κλαίω πο φήνω τ νησί, θ πάω στν θήνα,
> πρν πεθαμένο μ᾿ ερετε μία μέρα π τν πενα...
>
> Μο λέν,  καπετν Κωνσταντς, π᾿ τ Ψαρ κε πέρα,
> πς πουργς γίνηκε μεγάλος κα τρανός,
> κι ν θυμηθ πς τ ζωή του σωσα μία μέρα
π᾿ ξω π τν Τένεδο, μποροσε  Ψαριανς
> ν κάνει τίποτε γι μ κι σως ν δώσουν κάτι
> σ᾿ κενον πού χε τάλαρα τ στέρνα του γεμάτη».
>
> Πέντε ξι μέρες στερα μπκε στ βαπόρι
> κι κουμπιστς περίλυπος πάνω στ ραβδί,
ς πο στν δρα φθασε, γύριζε στν πλώρη
> τ λατρευτό του τ νησ  γέροντας ν δε.
> Κα σκύβοντας τ κύματα δακρύβρεχτος ρτα,
> πς φεύγει τώρ᾿ π᾿ τ νησ κα πς ρχόταν πρτα.
>
> «δ τί θέλεις, γέροντα;» ρωτ τν καπετάνο
> στ πουργεον μπροστ κάποιος θαλασσινς
> ντυμένος στ χρυσά. «Παιδί μου, εναι πάνω
 Κωνσταντής;». «Ποις Κωνσταντής;». «Ατός...  Ψαριανός».
> «Δ λν κανένα Ψαριανό, δ εναι πουργεο,
> ν ζητιανέψς πήγαινε μς στ φτωχοκομεο!».
>
 γέρος νασήκωσε τ κάτασπρο κεφάλι
> κα τ μαλλιά του σάλεψαν σν χαίτη λιονταριο
> κα μ σπιθόβολη ματι μς π᾿ τ στήθια βγάνει
> μ στεναγμ βαρύγνωμο φων παλληκαριο:
> «ν ο ζητιάνοι σν κι μ δν χυναν τ αμα,
> ο καπετάνοι σν κα σ δν θ φοροσαν στέμμα!»
>
> Τότε  Κανάρης πο κουσε φιλονικία κάτου,
> στ παραθύρι πρόβαλε ν δε ποις τν ζητε
> κα τ νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε  καρδιά του
> κα νά ρθει πάνω διέταξε μ τν πασπιστή.
> Κάτι  φων το γέροντα το ξύπνησε στ στήθη,
> κάτι πο μοιάζει μ νειρο μαζ κα παραμύθι.
>
> Τν κοίταξε τ μάτια του μς στ μακριά του φρύδια,
> Πο μοιάζανε σν ετος κρυμμένους στ φωλιά,
> στν καπετάνο φάνηκαν μ τν φωτι τν δια,
ταν τ φώτιζε  δαυλς τ χρόνια τ παλιά.
> Κι νας τν λλο κοίταζε κατάματα ο δυ γέροι,
 μίθεος τν γίγαντα,  λιος τ στέρι.
>
> «Δν μ θυμσαι, Κωνσταντή;» σ λίγο το φωνάζει,
> «γρήγορα σ μ ξέχασες, μ σ θυμμαι γώ!...».
> «Ποις τό λπιζε ν δε ποτές»,  γέροντας στενάζει,
> «τν καπετάνο ζήτουλα, τ ναύτη πουργό!...».
> Κα σκύβοντας τν κεφαλ στ διάπλατά του στήθη,
> τ φτώχεια του λησμόνησε, τ δόξα του θυμήθη.
>
> «Ποις εσαι, καπετάνο μου; Κα ποιό ναι τ νησί σου;»,
 Ψαριανς τν ρωτ μ πόνο θλιβερό,
> «πενήντα χρόνια, μι ζωή, περάσανε, θυμήσου
π᾿ τς καλς μου ποχς, κείνης τν καιρό.
> Μήπως στν Σάμο σουνα τν ποχ κείνη;
> Στν Κ, στν λεξάνδρεια, στ Χο, στ Μυτιλήνη;»
>
π᾿ ξω π᾿ τν Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
πέρασαν π᾿ τν στιγμν κείνη, σν φτερό.
> Σν ν σ βλέπω Κωνσταντή, δ θ ξεχάσω αώνια...
κόμα στ μπουρλότο σου καβάλα σ θωρ...
> Χρόνος δν ταν πού καψες στ Χι τ ναυαρχίδα
> κι ταν  πρώτη μου φορ κείνη πο σ εδα...
>
π᾿ ξω π᾿ τν Τένεδο, θυμσαι; Μι φρεγάδα
> σ᾿ βαλε μπρς μ᾿ ράπικου λόγου γληγοράδα
> μ᾿ χτ βατσέλα πίσω της μοιζαν περιστέρια
> κι σ γεράκι γύρω τους... πάνω στ μπουρλότο,
> πο τν κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ᾿ στέρια,
> σν δαίμονας μς στν καπν γλυστροσες κα στν κρότο.
>
> Σ καμαρώνω π μακριά... κι ο νατες κι  λοστρόμος
> μ᾿ ξώρκιζαν ν φύγουμε τος εχε πιάσει τρόμος,
> γιατ  ρμάδα ζύγωνε πάνω στ τιμόνι
> θάρρος στος νατες σου δινες... δν βάσταξε  καρδιά μου,
> σ μι στιγμ χανόσουνα, σ μι στιγμ κα μόνη
> κα «ρτσα! μάϊνα τ πανιά!» φωνάζω στ παιδιά μου.
>
> Στ στρίψιμο το τιμονιο μς σίμωσες... μ᾿ ντάρα,
 Τορκος κοντοζύγωνε  μαύρη μου καμπάρα
στροπελέκια κα φωτις κα κεραυνος πετοσε,
> μ σν δελφίνι γρήγορα κι κενος γλιστροσε.
> Ο νατες μου φωνάζανε: «Τί κάνεις καπετάνο;»
> Κι γ τος λέω: «Τν Ψαριαν ν σώσω κι ς πεθάνω...».
>
> Κα σο πετ τ γούμενα... κα δένεις τ μπουρλότο...
> κάνω τιμόνι δεξιά... τ φλογερ τ χντο
> το Τούρκου θ σ βούλιαζε - θυμσαι; Σο φωνάζω,
> «Πρτος π᾿ λους ν᾿ νεβες», μ δν μ᾿ κος κι φήνεις
λλοι ν᾿ νέβουν... σκυψα κι π᾿ τ μαλλι σ᾿ δράζω,
> κα σ᾿ σωσα κι φύγαμε... μ δάκρυα βλέπω χύνεις!...».
>
> «Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος  Κωνσταντς φωνάζει
> κα μς στ στήθη τ πλατι σφιχτ τν γκαλιάζει.
> Κι ν ο δυ γίγαντες μ τ λευκ κεφάλια
> στ᾿ σπρα τους γένεια δάκρυα κυλοσαν σν κρυστάλλια,
> δυ κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα π τ χιόνι,
ταν το λιου τ φιλ τν νοιξη τ λειώνει.-
>

Η φωτογραφία προφίλ του χρήστη ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΗΣ
smountzouris@gmail.com   " 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου