Επιστρέφοντας από κάποια μικρά βασικά ψώνια των εορτών στην πολυκατοικία μας, βρίσκω στην είσοδο δύο μικρές κοπέλες να χτυπάνε τα κουδούνια.

-Πόσο πάνε εφέτος τις ρώτησα, αλλά δεν κατάλαβαν το χιούμορ που έκανα.
-Κανείς δεν μας ανοίγει μου απάντησαν! Ότι ήμουν έτοιμος να ανοίξω να μπω και να τις αφήσω να περάσουν, βγαίνει ένας γείτονας και του ζητώ να βάλουμε μισά – μισά τα λεφτά, να μας τα πούνε εκεί στην είσοδο.
Με κάποια όμως πρόφαση γλίστρησε και έφυγε.
Είχα αρχίσει να πέφτω! Είχα θυμηθεί τα δικά μου κάλαντα στα πρώτα μετά-κατοχικά χρόνια με συνθήκες ανάλογες με τις σημερινές.
Δύσκολα και τότε τα χρόνια!
Κάποιοι μας έδιναν κουραμπιέδες και μελομακάρονα, αλλά εμείς θέλαμε έστω μία δραχμή! Το πενηνταράκι όταν μας το έδιναν, μας φαινόταν λίγο!
Ολόκληρο καράβι κουβάλαγα, φτιαγμένο από τα δικά μου τα χέρια!
Έπιαναν από τότε τα χέρια μου! Όχι μην φανταστείτε κανένα υπερωκεάνιο, ένα μικρό καΐκι ήτανε, ίσα να χωράει στα χέρια μου!
Το σκαρί το έφτιαχνα με σχισμένα καλάμια, και μετά τα έντυνα με ένα μπλε χαρτί από εκείνο που ντύναμε τα τετράδια και τα βιβλία. Είχα επάνω και ένα κατάρτι που με ένα σχοινί έδενε την πλώρη με την πρύμνη.
Πάνω στο κατάστρωμα είχα μία σχισμή, όπως εκείνες στους κουμπαράδες, για να ρίχνουμε μέσα τα χρήματα!
Στο τέλος της «δουλειάς», το σχίζαμε για να μοιραστούμε ότι μας είχαν δώσει οι χωριανοί μας και το καραβάκι γινότανε παρελθόν! Δυστυχώς κανένας φωτογράφος τότε!
Η μοιρασιά γινότανε διά του δύο! Ο κόπος για το καράβι ήταν προσφορά! Είχα μάθει από τότε να δίνω!
Πώς να έκανα τώρα. Ήσαν συνάδελφοι! Τους εξήγησα εμπιστευτικά πως κι εγώ το ίδιο έκανα με τους άλλους πρωτύτερα και δεν άνοιγα την πόρτα!
Άνοιξα την είσοδο, πέρασα μέσα και τις άφησα να περάσουν κι αυτές. Τους συνέστησα να αρχίσουν από πάνω και να κατεβαίνουν. Τους είπα και τον όροφό μου και τις περίμενα!
Τα λόγια μου ήσαν γνωστά. Τις σταμάτησα στο «χαίρει η φύσις όλη», και ευχήθηκα να χαρούμε κι εμείς και του χρόνου ακόμα καλύτερα!
Συναδελφική αλληλεγγύη βλέπετε!