Τα λούπινα, όπως λέει ο καθηγητής, Χρήστος Μακρίδης, από τους αρχαίους χρόνους καλλιεργούνταν για ποικιλία χρήσεων. Οι Ρωμαίοι αποπίκραιναν τα λούπινα σε αλμυρό νερό και τα πουλούσαν στους δρόμους, οι Ισπανοί, όταν κατέκτησαν τη Λατινική Αμερική παρατήρησαν ότι εκεί οι λαοί καλλιεργούσαν τα λούπινα και στην Ευρώπη, τα κίτρινα λούπινα, αναπτύχθηκαν ευρέως στα αμμώδη, όξινα εδάφη.
Όσον αφορά την χρήση των καρπών στην ανθρώπινη διατροφή, επειδή βγάζουν μια πικράδα, συνηθίζεται να ακολουθούνται διάφοροι τρόποι «ξεπικρίσματος», όπως στα κουκιά. «Πάντως, στην Ελλάδα, τα καταναλώνουν ακόμα, σε διάφορες περιοχές όπως στην Πελοπόννησο, την Κρήτη και τη Λακωνία λόγω της καλής διατροφικής ποιότητας, αφού πρόκειται για καρπούς πλούσιους σε πρωτεΐνη» τόνισε ο κ. Μακρίδης συμπληρώνοντας ότι βοηθούν και στην ανάπτυξη προϊόντων, όπως τα ζυμαρικά, τα πατατάκια, το ψωμί, τα μπισκότα και το κέικ.
Η πτωτική πορεία της καλλιέργειας του λούπινου άρχισε στη χώρα μας τη δεκαετία του ΄70 αλλά τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνει ο καθηγητής, παρατηρείται μια μεγάλη αύξηση στην καλλιέργεια και στην παραγωγή.
«Είναι μια πολύ καλή λύση για τον περιορισμό των εισαγωγών σόγιας, για την αξιοποίηση των όξινων εδαφών αλλά και για την κάλυψη των διατροφικών μας αναγκών» καταλήγει προτείνοντας την επαναφορά του λούπινου στα τραπέζια μας. Άλλωστε, οι φυτικές ίνες που περιέχει ο πυρήνας των γλυκών λούπινων, αντιπροσωπεύουν το 40% του βάρους του, αποτελώντας το υψηλότερο επίπεδο από τα άλλα όσπρια.