ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Παγιδευμένη στη Χομς

ΠΗΓΗ : "      

Εφημερίδα των Συντακτών    "      
 Η Ζέινατ Αχρας με τον αδελφό της Αϊμάν. Associated Press / Dusan Vranic

Η Ζέινατ Αχρας με τον αδελφό της Αϊμάν.
Associated Press / Dusan Vranic
«Επί 700 ημέρες ο κόσμος της Ζέινατ Αχρας ήταν το σαλόνι της και η κουζίνα της. Επέζησε τρώγοντας χορταρικά και διαβάζοντας βιβλία… Η 65χρονη φαρμακοποιός ακόμα φέρει τα σημάδια του αποκλεισμού της στο σπίτι της σχεδόν επί δύο χρόνια, παγιδευμένη από τις μάχες των ανταρτών κατά των κυβερνητικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν τις ιστορικές συνοικίες της πόλης Χομς στην κεντρική Συρία. Ακόμα και σήμερα το βάρος της είναι μόλις 37 κιλά…»


H ιστορία της Ζέινατ, όπως τη μετέφερε η βραβευμένη δημοσιογράφος του Associated Press Ντία Χαντίντ, δείχνει ανάγλυφα τον τρόμο, τον εφιάλτη που έζησαν χιλιάδες άνθρωποι επί μήνες, ανάμεσα στα ερείπια μιας πόλης που πριν από τέσσερα χρόνια αριθμούσε πάνω από 800.000 κατοίκους.

«Κάθε μέρα λέγαμε ότι όλο αυτό θα τελειώσει αύριο», είπε η Ζέινατ στην πρόσφατη συνέντευξή της στο Associated Press. «Εάν μετρούσαμε τις ημέρες, τότε θα είχαμε εγκαταλείψει τον αγώνα». Από τις πρώτες που εξεγέρθηκαν κατά του Ασαντ, η Χομς και ειδικά η παλιά της πόλη με τις πυκνοκατοικημένες γειτονιές της, βρέθηκε σε καθεστώς πολιορκίας από τις αρχές του 2012 και έγινε στόχος ανελέητων βομβαρδισμών, από ξηράς και αέρος. Η τακτική του αποκλεισμού απέδωσε, οι αντάρτες άρχισαν να φεύγουν και το καθεστώς απέκτησε τον πλήρη έλεγχο στις αρχές Μαΐου. Η Ζέινατ και τα δυο αδέλφια της ήταν από τους ελάχιστους κατοίκους που παρέμειναν μέχρι τέλους, κλεισμένοι στο πατρικό τους στη συνοικία Αλ Μαλτζάα.

Στην αρχή, έχοντας αρκετά εφόδια (ρύζι, αλεύρι, φασόλια και καύσιμα) αποφάσισαν να μείνουν, γράφει η Χαντίντ, διότι φοβόντουσαν ότι οι ένοπλοι θα καταλάβουν το κτίριο ή θα λεηλατήσουν τα σπίτια, αλλά όσο περνούσαν οι μήνες και η πολιορκία συνεχιζόταν, τα τρία αδέλφια παγιδεύτηκαν. Σπάνια έβγαιναν από το κτίριο – περίπου έξι φορές στις 700 ημέρες, υπολόγισε η Ζέινατ. «Και κάθε φορά», λέει, «επέστρεφα λυπημένη από την καταστροφή που έβλεπα γύρω μου. Αυτή ήταν μια γειτονιά γεμάτη ζωή».

Η καθημερινότητά τους είχε μια ξεχωριστή ρουτίνα. Οι δυο αδελφοί της, Ανας και Αϊμάν, έβγαιναν για να δουν τα μαγαζιά τους και την εκκλησία που βρισκόταν εκεί κοντά. Η Ζέινατ μαγείρευε και φρόντιζε να είναι καθαρό το σπίτι. Ξυπνούσε το ξημέρωμα και κοιμόταν με τη δύση, αφού έτσι κι αλλιώς το ηλεκτρικό είχε κοπεί.

Στα δυο χρόνια της πολιορκίας τους, 12 οβίδες έπληξαν το σπίτι τους. Ενας ιερέας ζήτησε από τα αδέλφια -που ήταν επίσης χριστιανοί- να κρύψουν σπίτι τους πολύτιμη περιουσία της εκκλησίας -εικόνες και αρχεία δεκαετιών. Οι αντάρτες εμφανίζονταν συχνά-πυκνά στην πόρτα τους. Στην αρχή ζητούσαν τρόφιμα και καύσιμα, μετά έμπαιναν και τα έπαιρναν μόνοι τους… μέχρι τα μέσα του 2013 που εισέβαλαν και σήκωσαν τα πάντα. Αφησαν μόνο λίγο αλεύρι, που τελείωσε τον Ιανουάριο. Η τραγωδία χτύπησε την οικογένεια τον Δεκέμβριο. Ο ένας αδελφός που έπασχε από καρκίνο, έφυγε με άλλους κατοίκους σε επιχείρηση εκκένωσης του ΟΗΕ. Πέθανε 19 ημέρες αργότερα. Τους τελευταίους μήνες η Ζέινατ επικεντρώθηκε στην καθημερινή επιβίωση. Τα καύσιμα είχαν τελειώσει και οι προμήθειες που είχαν απομείνει ήταν φύλλα τσαγιού, λάδι και μπαχαρικά. Ο αδελφός της Αϊμάν μάζευε ραδίκια, πικραλίδες και μολόχες, δηλαδή «γρασίδι» όπως έλεγε τα χορταρικά, που πλέον τα έβρισκε κανείς μόνο κοντά στο νεκροταφείο. «Μονότονα, πικρά τα γεύματα», λέει η Ζέινατ, που είχε πια χάσει την όρεξή της και το βάρος της – από τα 58 κιλά έπεσε στα 34.

Οι πιο σκοτεινές ημέρες της ήταν μετά τον θάνατο του Ανας, όταν και ο άλλος αδελφός έφυγε από το σπίτι και αυτή έμεινε μόνη της, περιτριγυρισμένη από τον θάνατο. «Μου έλειπαν τα αδέλφια μου – ήμασταν έξι κορίτσια και έξι αγόρια. Μου έλειπε η μητέρα μου που πέθανε στα τέλη του 2011», εξομολογείται στο Associated Press. Αποκομμένη από τον έξω κόσμο δεν έμαθε ότι ήρθη η πολιορκία στις 9 Μαΐου. Το κατάλαβε όταν είδε τον στρατό στον δρόμο. Ζήτησε από έναν στρατιώτη κάτι να φάει. Της έδωσε μια ντουζίνα πίτες. «Τις έφαγα όλες», λέει, «ήταν γλυκές σαν ζαχαρωτά».

Ελλη Πάνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου