ΠΗΓΗ : " pentapostagma "
Posted: Αυγούστου 31, 2014 at 8:39 μμ, Last Updated: Αυγούστου 31, 2014 at 4:40 μμ
† Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
(Γιά τόν λαό)
Μάθημα 8ον
ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
1. Μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό; Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀρχίζοντας νά μᾶς διδάσκει γιά τόν Θεό στό Σύμβολο τῆς πίστης μας χρησιμοποιεῖ τήν ἔκφραση «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…». Δέν λέει «γνωρίζω», ἀλλά «πιστεύω». Αὐτό, λοιπόν, εἶναι τό πρῶτο πού θέλει νά μᾶς πεῖ ἡ Ἐκκλησία μας: Ὅτι τόν Θεό δέν μποροῦμε νά τόν κάνουμε ἀντικείμενο γνώσης, δέν μποροῦμε νά τόν κατανοήσουμε μέ τό πνεῦμα μας· εἶναι ἀκατάληπτος. Καταδέχεται ὅμως ὁ Θεός καί ἀποκαλύπτει τόν Ἑαυτό του σέ μᾶς. «Πιστεύουμε» στόν Θεό.1
Αὐτό εἶναι ἕνα βασικό δόγμα τῆς πίστης μας, πού φαίνεται καθαρά στήν ἁγία Γραφή καί τό ἀναπτύσσουν οἱ ἅγιοι Πατέρες στά συγγράμματά τους.
Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει, πραγματικά, ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ σέ «ἀπρόσιτο φῶς», σέ φῶς δηλαδή πού δέν μπορεῖ κανείς νά τόν πλησιάσει, δέν μπορεῖ κανείς νά τόν δεῖ. Εἶναι «…ὁ φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων οὐδέ ἰδεῖν δύναται» (Α´ Τιμ. 6,16).2 Κανένας ἄνθρωπος καί κανένα πλάσμα δέν μπορεῖ νά γνωρίσει πλήρως τήν φύση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι «ἀνεξερεύνητα τά κρίματα αὐτοῦ καί ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοί αὐτοῦ» (Ρωμ. 11,33.34. Βλ. καί Ἰωάν. 1,18). Δέν ὑπάρχει κανένας πού μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό παρά μόνο ὁ Θεός. Ποιός ἄλλος ἀπό τούς ἀνθρώπους γνωρίζει τά ἰδιαίτερα τοῦ ἀνθρώπου παρά μόνο ἡ ψυχή του, πού εἶναι μέσα του; Ἔτσι καί «τά τοῦ Θεοῦ οὐδείς οἶδεν εἰ μή τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 2,11)· «καί οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν Υἱόν εἰ μή ὁ Πατήρ, οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ Υἱός καί ᾧ ἐάν βούληται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι» (Ματθ. 11,27).
2. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως πλευρά ἡ ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει ὅτι Αὐτός ὁ ἀόρατος καί ἀκατάληπτος Θεός ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους μέσα στήν δημιουργία. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γάρ Θεός αὐτοῖς ἐφανέρωσε. Τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καί θειότης» (Ρωμ. 1,19,20. Βλ. καί Ψαλμ. 18,2.5. Σοφ. Σολ. 13,1.5). Ἔτσι ἔχουμε τήν φυσική ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἔχουμε καί τήν ὑπερφυσική ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἀπό τόν Υἱό Του πού σαρκώθηκε. Λέει ἡ ἁγία Γραφή: «Πολυμερῶς καί πολυτρόπος πάλαι ὁ Θεός λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Υἱῷ» (Ἑβρ. 1,1. Σύγκρ. μέ Σοφ. Σολ. 9,16.19)· καί ὅτι ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α´ Τιμ. 3,16) «δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τόν ἀληθινόν» (Α´ Ἰωαν. 5,20). Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς Χριστός κήρυξε τήν διδασκαλία του μέ τούς Ἀποστόλους του, ἀφοῦ ἔστειλε σ᾽ αὐτούς «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας», τό Ὁποῖο «πάντα ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 14,17.18. Α´ Κορ. 2,10).
Τέλος, ἡ ἁγία Γραφή μᾶς λέει ὅτι, ἄν καί «ὁ μονογενής Υἱός, ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός, Ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰωαν. 1,18) σέ μᾶς τά σχετικά μέ τόν Θεό, ὅμως τώρα δέν βλέπουμε τόν Θεό παρά σάν «δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» (Α´ Κορ. 13,12)· δηλαδή τόν βλέπουμε σάν σέ μετάλλινο καθρέπτη θαμπά· βλέπουμε ἀτελῶς3 «Διά πίστεως γάρ περιπατοῦμεν, οὐ δι᾽ εἴδους» (Β´ Κορ. 5,7).
3. Οἱ ἅγιοι πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας ἀνέπτυξαν μέ λεπτομέρεια αὐτή τήν ἀλήθεια τῆς πίστης μας, πρό πάντων μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐμφάνισης διαφόρων αἱρετικῶν δοξασιῶν σ᾽ αὐτό τό θέμα.
Πράγματι, μερικοί αἱρετικοί δίδασκαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι τέλεια καταληπτός ἀπό ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους· ὅτι μποροῦμε νά τόν γνωρίσουμε τόσο καλά, ὅσο Αὐτός ὁ Ἴδιος γνωρίζει τόν ἑαυτό Του· καί ὅτι τά ὀνόματα πού ἀποδίδονται στόν Θεό ἐκφράζουν τήν ἴδια τήν οὐσία του. Τέτοιοι αἱρετικοί ἦταν τόν δεύτερο αἰώνα οἱ Γνωστικοί Οὐαλεντῖνος, Πτολεμαῖος καί Καρποκράτης.4 Πρό παντός ὅμως τήν πλάνη αὐτή, τῆς τέλειας δηλαδή γνώσης τοῦ Θεοῦ, τήν ὑποστήριξαν κατά τόν τέταρτο αἰώνα ὁ Ἀέτιος καί ὁ Εὐνόμιος μέ τούς ὀπαδούς τους.5 Οἱ τρεῖς πρῶτοι ἀντιμετωπίστηκαν ἀπό τόν ἅγιο Εἰρηναῖο καί ὁ Εὐνόμιος μέ τούς μαθητές του ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Νύσσης, τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Βασίλειο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο κ.ἄ.6 Οἱ ἅγιοι αὐτοί πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ οὐσία ἤ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτη ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι ἀνόητο καί τρελλό τό νά ζητᾶμε νά γνωρίσουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. «Μανίας γάρ ἐσχάτης φιλονεικεῖν εἰδέναι τί τήν οὐσίαν ἐστίν ὁ Θεός», λέει κάπου ὁ ἱερός Χρυσόστομος.7 Δέν εἶναι δυνατόν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νά γνωρίσουμε τέλεια τόν Θεό, α) γιατί τό πνεῦμα μας εἶναι περιορισμένο, ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι ἀπεριόριστος καί τό ἀπεριόριστο θά ἔπαυε νά εἶναι ἔτσι, ἄν γινόταν πλήρως καταληπτό ἀπό μιά περιορισμένη ὕπαρξη·8
β) γιατί τό περιορισμένο πνεῦμα μας εἶναι ἑνωμένο μέ ἕνα ὑλικό σῶμα, πού παρεμβάλλεται σάν μιά πυκνή ὁμίχλη μεταξύ ἡμῶν καί τῆς ἄυλης θεότητας καί ἐμποδίζει τόν πνευματικό μας ὀφθαλμό νά δεχτοῦμε σέ ὅλη τήν καθαρότητά του τίς ἀκτῖνες τοῦ θείου φωτός·9
γ) γιατί τό πνεῦμα μας, ἐκτός τοῦ ὅτι εἶναι περιορισμένο καί στενά ἑνωμένο μέ τό σῶμα, εἶναι σκοτισμένο μέ τήν ἁμαρτία, πράγμα πού τό καθιστᾶ ἀκόμη λιγώτερο ἱκανό νά ἀνυψωθεῖ στήν καθαρή μελέτη τοῦ Θεοῦ·10
δ) γιατί ἐμεῖς δέν κατανοοῦμε τέλεια οὔτε καί τίς περιορισμένες ὑπάρξεις καί τά ἀντικείμενα πού βλέπουμε· δέν κατανοοῦμε τήν οὐσία τῶν στοιχείων τῆς φύσης μας, οὔτε τήν οὐσία τῆς ψυχῆς μας καί τόν τρόπο τῆς ἕνωσής της μέ τό σῶμα, οὔτε τήν φύση τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἄλλων ἀσωμάτων δυνάμεων.11
ε) Οἱ Πατέρες παρατηροῦν ἀκόμη πόσο ἦταν ἀτελής ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καί σ᾽ αὐτούς ἀκόμη πού τιμήθηκαν μέ εἰδικές ἀποκαλύψεις σάν τόν Μωυσέα, τόν Ἡσαΐα, τόν Ἰεζεκιήλ, τόν Πέτρο καί τόν Παῦλο καί γενικά σ᾽ ὅλους τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους·12
στ) ὅτι δέν εἶναι μόνο οἱ ἄνθρωποι πού δέν μποροῦν νά κατανοήσουν τήν φύση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί αὐτά τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ καί γενικά τά πιό ἀνώτερα καί τέλεια πνεύματα τῆς δημιουργίας·13
ζ) ὅτι τέλος, ἄν ὁ Θεός ἦταν τέλεια καταληπτός, θά ἔπαυε νά ἦταν Θεός γιά μᾶς.14
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
1. Νά τί διδάσκει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας: α) Γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ: «…Μά τί νά εἶναι ὁ Θεός εἰς τήν φύσιν του, τοῦτο εἶναι ἀδύνατον νά γνωρισθῇ ἀπό κανένα κτίσμα, ὄχι μόνον ὁρατόν, ἀλλά καί ἀόρατον, ἤγουν καί ἀπό αὐτούς τούς Ἀγγέλους, διατί δέν εἶναι οὐδεμία σύγκρισις καθόλου ἀναμέσον τοῦ κτίστου καί κτίσματος. Καί ἐξ ἑπομένου φθάνει μας πρός εὐσέβειαν (καθώς μαρτυρᾷ ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος) νά ἠξεύρωμεν, πῶς «ἔχομεν Θεόν, Θεόν ἕνα, Θεόν ὄντα καί ἀεί ὄντα, ὅμοιον καί ταὐτόν πάντοτε μέ τόν ἑαυτόν του» (Κατήχ. 6,5 MPG 33,548), ἔξω ἀπό τόν ὁποῖον ἄλλος Θεός δέν εἶναι» (Ὀρθόδοξος ὁμολογία τῆς πίστεως τῆς καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πρῶτον μέρος τῆς Κατηχήσεως· ἐρώτησις η´· «Τίνα γνώμην πρέπει νά ἔχω περί Θεοῦ;» Βλ. Ἰ. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ ΙΙ σ. 595,6).
1. Νά τί διδάσκει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας: α) Γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ: «…Μά τί νά εἶναι ὁ Θεός εἰς τήν φύσιν του, τοῦτο εἶναι ἀδύνατον νά γνωρισθῇ ἀπό κανένα κτίσμα, ὄχι μόνον ὁρατόν, ἀλλά καί ἀόρατον, ἤγουν καί ἀπό αὐτούς τούς Ἀγγέλους, διατί δέν εἶναι οὐδεμία σύγκρισις καθόλου ἀναμέσον τοῦ κτίστου καί κτίσματος. Καί ἐξ ἑπομένου φθάνει μας πρός εὐσέβειαν (καθώς μαρτυρᾷ ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος) νά ἠξεύρωμεν, πῶς «ἔχομεν Θεόν, Θεόν ἕνα, Θεόν ὄντα καί ἀεί ὄντα, ὅμοιον καί ταὐτόν πάντοτε μέ τόν ἑαυτόν του» (Κατήχ. 6,5 MPG 33,548), ἔξω ἀπό τόν ὁποῖον ἄλλος Θεός δέν εἶναι» (Ὀρθόδοξος ὁμολογία τῆς πίστεως τῆς καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πρῶτον μέρος τῆς Κατηχήσεως· ἐρώτησις η´· «Τίνα γνώμην πρέπει νά ἔχω περί Θεοῦ;» Βλ. Ἰ. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ ΙΙ σ. 595,6).
β) Γιά τήν Ἁγία Τριάδα: «Μέ οὐδέ κἄν μίαν ὁμοιότητα εἶναι δυνατόν νά φανερωθῇ τελείως τό πρᾶγμα τοῦτο, καί νά παρασταθῇ εἰς τόν νοῦν μας φανερά, μέ τίνα τρόπον εἶναι ὁ Θεός ἕνας εἰς τήν οὐσίαν καί τρεῖς εἰς τάς ὑποστάσεις… Οὐδένας νοῦς, ὄχι μόνον ἀνθρώπινος, ἀλλά οὔτε ἀγγελικός, ἠμπορεῖ νά καταλάβῃ ἤ γλῶσσα νά τό ἑρμηνεύσῃ…Ὁ συζητητής καί ἐξεταστής* ἀπό τῆς θείας μεγαλοπρεπείας ἀποβάλλεται. Φθάνει μας λοιπόν τόσον, πῶς ἡ ἁγία Γραφή τοῦ παλαιοῦ νόμου, προβαλλομένη ἕνα Θεόν, μᾶς ἑρμηνεύει τρία πρόσωπα…» (Ὀρθόδοξος ὁμολογία… Ἐρώτησις ι´. Ἐπεθύμουν μέ φανερώτερον τρόπον νά κατανοήσω τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἰς Καρμίρη, Τά Δογματικά καί… τόμ. ΙΙ σελ. 597).
γ) Γιά τά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ: «Καθώς ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος, ἔτζη καί τά ἰδιώματά του εἶναι ἀκατάληπτα· μά ὅσον ἠμποροῦμεν ἡμεῖς νά συνάξωμεν ἀπό τήν ἁγίαν Γραφήν καί ἀπό τούς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τόσον ἔχομεν ἐξουσίαν καί νά νοοῦμεν καί νά λέγωμεν» (Ὀρθόδοξος ὁμολογία… Ἐρώτησις ια´. Ποῖα εἶναι τά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ; Εἰς Καρμίρη, Τά Δογματικά καί… τόμ. ΙΙ. σ. 597, 8).
Ἡ ἴδια διδασκαλία ἀπαντᾶται πολύ συχνά στά λειτουργικά μας βιβλία. Ἔτσι π.χ. στήν εὐχή τῆς Θ. Λειτουργίας «Ἄξιον καί δίκαιον…» διαβάζουμε: «Σύ γάρ εἶ Θεός ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος…». Βλέπε καί δ´ εὐχή τοῦ ἱερέα κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἑξαψάλμου κ.ἄ.
*Προσθήκη μεταγεν. ἐκδόσεων: «τῆς θείας μεγαλοπρεπείας κωλύεται ἀπό τήν Γραφήν τήν λέγουσαν (Σειρ. γ, κα) «χαλεπώτερά σου μή ζήτει καί ἰσχυρότερά σου μή ἐξέταζε· ἅ προσετάγη σοι, ταῦτα διανοοῦ· οὐ γάρ ἔστι σοί χρεία τῶν κρυπτῶν· ἐν τοῖς περισσοῖς τῶν ἔργων σου, μή περιεργάζου».
2. Ἄλλα παρόμοια χωρία εἶναι: Ἐξοδ. 33, 18-20. Ἰώβ 11, 7-9. Σοφ. Σολ. 9,13. Σοφ. Σειρ. 43, 31-32.
3. Κατά τό χωρίο τοῦτο παρατηροῦμε: α) Τώρα βλέπουμε τόν Θεό σάν μέσα σέ ἕνα κάτοπτρο, σέ ἕνα καθρέπτη· δέν τόν βλέπουμε, λοιπόν, ἄμεσα, πρόσωπο πρός πρόσωπο, ὅπως βλέπουμε τά ἀντικείμενα τοῦ φυσικοῦ κόσμου· βλέπουμε μόνο τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού ἀντανακλᾶται γιά μᾶς στόν καθρέπτη τοῦ κόσμου καί τῆς ἀποκάλυψης. Ἀλλά καί διά μέσου ἑνός κατόπτρου μπορεῖ νά δεῖ κανείς καλά τά ἀντικείμενα, γιατί ἡ εἰκόνα αὐτῶν πού ἀντανακλᾶται σ᾽ αὐτό εἶναι καθαρή καί εὐκρινής· ὁ Ἀπόστολος ὅμως προσθέτει: β) ἀντίθετα· ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού παριστάνεται σέ μᾶς σάν μέσα σέ κάτοπτρο εἶναι σκοτεινή, ἀσαφής· εἶναι «ἐν αἰνίγματι». Ὁ Τρεμπέλας ἑρμηνεύει: «Τώρα βλέπομεν σάν εἰς μετάλλινον καθρέπτην θαμπά καί τόσον ἀτελῶς, ὥστε μᾶς μένουν πολλά αἰνίγματα, πού δέν ἠμποροῦμεν νά τά ἐξηγήσωμεν». Ἀλλά ἔστω ὅτι τό αἴνιγμα λύνεται, ἐξηγεῖται· ὁ Ἀπόστολος ὅμως στό παραπάνω χωρίο Α´ Κορ. 13,12 προσθέτει σχετικά μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ ὅτι γνωρίζουμε μέρος τῆς ἀλήθειας: «Ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους», δηλαδή «Ἄρτι γινώσκω τόν Θεόν μερικῶς ἔκ τε τῆς δημιουργίας καί τῆς προνοίας αὐτοῦ» (Ζιγαβηνός, στήν ἑρμηνεία του στήν ἐπιστολή). Κατά συνέπεια ὁ χαρακτήρας τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πίστη: «Διά πίστεως γάρ περιπατοῦμεν, οὐ δι᾽ εἴδους» (Β´ Κορ. 5,7). Θυμούμαστε ἐδῶ τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, πού εἶπε στόν Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος ζήτησε νά δεῖ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ: «Ὄψει τά ὀπίσω μου, τό δέ πρόσωπό μου οὐκ ὀφθήσεταί σοι» (Ἐξ. 33,23).
4. Βλ. Εἰρηναίου, Contra Haereses, Βιβλ. ΙΙ, κεφ. 28,9 MPG 7,811. Βλέπε περισσότερα εἰς Δογματικήν Τρεμπέλα τόμ. 1. σ. 148 ἑξ.
5. Ὁ Ἀέτιος ἔλεγε: «Οὕτως τόν Θεόν ἐπίσταμαι τηλαυγέστατα καί τοσοῦτον αὐτόν ἐπίσταμαι καί οἶδα, ὥστε μή εἰδέναι ἐμαυτόν, ὡς Θεόν μᾶλλον ἐπίσταμαι» (Ἐπιφανίου, Κατά αἱρέσεων, 76 MPG 42,521). Καί ὁ Εὐνόμιος «ἐτόλμησε εἰπεῖν, ὡς οὐδέν τῶν θείων ἠγνόησεν, ἀλλά καί αὐτήν ἀκριβῶς ἐπίσταται τοῦ Θεοῦ τήν οὐσίαν καί τήν αὐτήν ἔχει περί τοῦ Θεοῦ γνῶσιν, ἥν αὐτός ἔχει περί ἑαυτοῦ ὁ Θεός. Εἰς ταύτην ὑπ᾽ αὐτοῦ τήν μανίαν ἐκβακχευθέντες οἱ τῆς ἐκείνου λώβης μετεσχηκότες, τολμῶσιν ἄντικρυς λέγειν, οὕτως εἰδέναι τόν Θεόν, ὡς αὐτός ἑαυτόν» (Θεοδωρήτου, Αἱρετικῆς κακομυθίας Λόγος τέταρτος. Γ´ Περί Εὐνομίου καί Ἀετίου. MPG 83,421).
6. Γρηγόριος Νύσσης, πρός Εὐνόμιον ἀντιρρητικοί λόγοι ΙΒ´ (MPG 45, 244-1131). Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Πέντε θεολογικοί λόγοι κατά Εὐνομιανῶν (MPG 36,12 ἑξ.). Βασίλειος ὁ Μέγας, Λόγος Α´ «Ἀνατρεπτικός τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσεβοῦς Εὐνομίου» (MPG 29,497 ἑξ)· Λόγος Β´ Πρός Εὐνόμιον περί Υἱοῦ (MPG 29,573 ἑξ.)· Λόγος Γ´ Κατ´ Εὐνομίου περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (MPG 29,653 ἑξ.)· Λόγος Δ´ Ἀντιρρητικός καί κατά Εὐνομίου… (MPG 29,672 ἑξ.). Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Πέντε ὁμιλίες «Περί ἀκαταλήπτου πρός τούς Ἀνομοίους» (MPG 48,701-735). Καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ἔγραψε κατά τῶν ἐξεταστῶν τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ.
7. Περί Ἀκαταλήπτου Α´ Εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων 1,338Α.
8. Λέει κάπου ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι ὁ Θεός θά ἦταν ἀναγκαίως περιορισμένος, ἄν ἦταν καταληπτός ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκέψη· γιατί ἡ ἴδια ἡ σκέψη ἔχει ὅριο, εἶναι περιορισμένη. Βλ. καί Ἰουστίνου Πρός Τρύφωνα 4.(«Ἤ τόν Θεόν ἀνθρώπου νοῦς ὄψεταί ποτε…;». Βλέπε ὅλη τήν παράγραφο. MPG
6,484), Ἀθηναγόρου Πρεσβεία…, 10 MPG 6,908 ἑξ.) Θεοφίλου Ἀντιοχείας Πρός Αὐτόλυκον 1,3 (MPG 6,1028), Εἰρηναίου, Advers, Haeres, 4,19 (MPG 7,1032). Μεγάλου Ἀθανασίου Ἐπιστολή «ὅτι ἡ ἐν Νικαίᾳ σύνοδος…», 22 (MPG 25,452) καί Αὐγουστίνου De Civitatis… Βιβλ. ΧΙΙ, c 18.
9. «Μέσος ἡμῶν τε καί Θεοῦ ὁ σωματικός οὗτος ἵσταται γνόφος, ὥσπερ ἡ νεφέλη τό πάλαι τῶν Αἰγυπτίων καί τῶν Ἑβραίων (βλ. Ἐξ. 14,20). Καί τοῦτό ἐστιν ἴσως, ὅ “ἔθετο σκότος ἀποκρυφήν αὐτοῦ” (Ψαλμ. 17,12), τήν ἡμετέραν παχύτητα, δι᾽ ἥν ὀλίγοι καί μικρόν διακύπτουσιν» (Γρηγόρ. Θεολόγος ΒΕΠ 59, 225· βλ. καί σ. 221).
10. Τήν θεογνωσία τήν χάσαμε μέ τήν ἁμαρτία (βλ. καί τήν ἀρχή τοῦ ὑπομνήματος τοῦ Χρυσοστόμου στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο). Ἑπομένως χρειάζεται κάθαρση γιά τήν καθαρή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει στόν Α´ θεολογικό του λόγο (Γ´, Κατά Εὐνομιανῶν προδιαλέξεις):
«Οὐ παντός, ὦ οὗτοι, τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν, οὐ παντός· οὐχ οὕτω τό πρᾶγμα εὔωνον καί τῶν χαμαί ἐρχομένων. Προσθήσω δέ, οὐδέ πάντοτε, οὐδέ πᾶσιν, οὐδέ πάντα, ἀλλ᾽ ἐστιν ὅτε καί οἷς καί ἐφ᾽ ὅσον. Οὐ πάντων μέν, ὅτι τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ, καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων, τό μετριώτατον. Mή καθαρῷ γάρ ἅπτεσθαι καθαροῦ τυχόν οὐδέ ἀσφαλές, ὥσπερ οὐδέ ὄψει σαθρᾷ ἡλιακῆς ἀκτῖνος. Ὅτε δέ; Ἡνίκα ἄν σχολήν ἄγωμεν ἀπό τῆς ἔξωθεν ἰλύος καί ταραχῆς, καί μή τό ἡγεμονικόν ἡμῶν συγχέηται τοῖς μοχθηροῖς τύποις καί πλανωμένοις, οἷον γράμμασι πονηροῖς ἀναμιγνύντων κάλλη γραμμάτων ἤ βορβόρῳ μύρων εὐωδίαν» (ΒΕΠ 59, 214. 15-25). – Περί τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ λέει ἡ Ἐκκλησία μας:
«Κουφιζομένου πταισμάτων πρός γνῶσιν Θεολογίας» (Δοξαστικόν Θ´ Ὥρας). Καί σέ ἄλλο τροπάριο ἡ Ἐκκλησία μας λέει: «Γρηγόρησον, ἀρίστευσον ὡς ὁ μέγας ἐν πατριάρχαις ἵνα κτήσῃ πρᾶξιν μετά γνώσεως, ἵνα χρηματίσῃς νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν καί φθάσῃς τόν ἄδυτον γνόφον ἐν θεωρίᾳ…» (Τριώδιον· Τρίτη Α´ ἑβδομ. ἑσπέρας, δ´ ὠδή). Καί «Οὐ πέφυκε νοῦς γεώδης τοῖς θεῖοις ἐμβατεύειν» (Μην. Σεπτεμβρίου Δ´, Ἑσπερ. α´ τροπάρ.). – Ἡ ἴδια διδασκαλία ἀπαντᾶται συχνά στόν ἱερό Χρυστόστομο: «Βίος διεφθαρμένος κώλυμα τῆς τῶν ὑψηλῶν δογμάτων ἀκριβείας γίνεται» (Ὁμιλία εἰς τόν Δ´ Ψαλμόν. Εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων 53,155ΑΒ)· ἑρμηνεύοντας ἀλλοῦ ὁ ἱερός πατήρ τόν λόγο τοῦ Κυρίου «Ἐάν τις θέλει τό θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν γνώσεται περί τῆς διδασκαλίας, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ἤ ἐγώ ἀπ᾽ ἑμαυτοῦ λαλῶ» (Ἰωάν. 7,17) λέει: «Ὁ δέ λέγει, τοῦτό ἐστι· Τήν πονηρίαν ἐξ αὐτῶν ἐκβάλετε, καί τήν ὀργήν, καί τόν φθόνον, καί τό μῖσος… καί οὐδέν τό κωλύον ὑμᾶς γνωρίσαι ὅτι Θεοῦ ὄντως ἐστί τά ρήματα τά ἐμά· νῦν μέν γάρ ὑμῖν ταῦτα ἐπισκοτεῖ, καί τήν ὀρθήν διαφθείρει κρίσιν λάμπουσαν, ἄν δέ ταῦτα ἐξέλητε, οὔτε ἔτι τοῦτο πείσεσθε (Εἰς τό κατά Ἰωάν. ὁμιλ. ΜΘ´ Εἰς Ἅπαντα τῶν…73,372). Βλ. καί Φιλοκαλία Α´ 9, μβ´. Β´ 262, λη´ Α´ 153, πδ´ Α´ 24, ρνδ´. Πρέπει, λοιπόν, πρῶτα νά καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας καί τότε θά ἀποκτήσουμε γνώση τοῦ καθαροῦ Θεοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται», εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. 5,8).
11. Ἡ ἀπόδειξη αὐτή λέγεται ἰδιαίτερα ἀπό τόν Εἰρηναῖο, τόν ἱερό Χρυσόστομο (βλ. εἰς τό κατά Ἰωάννην ὁμιλ. ΚΕ´, εἰς Ἅπαντα…72,333 ἑξ.), τόν μέγα Βασίλειο καί πρό παντός ἀπό τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο (βλ. Θεολογικός δεύτερος, Ε´ ΒΕΠ 59,221,21 ἑξ.). Καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέει: «Εἰ γάρ τούς ἀγγέλους, ἤ τάς ἡμετέρας ψυχάς κτίσματα ὄντα καταλαβεῖν οὐ δυνάμεθα, πόσῳ μᾶλλον αὐτῷ τῷ τούτων ποιητῇ πρέπει τό εἶναι ἀκατάληπτον;» (Πρός Ἀντίοχον ἄρχοντα. Ἐρώτησις α´ MPG 28,597.600).
12. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει κάπου: «Κἄν ᾗς Μωυσῆς καί Φαραώ θεός κἄν μέχρι τρίτου κατά τόν Παῦλον οὐρανοῦ φθάσῃς καί ἀκούσῃς ἄρρητα ρήματα· κἄν ὑπέρ ἐκεῖνον γένῃ, ἀγγελικῆς τινος ἤ ἀρχαγγελικῆς στάσεώς τε καί τάξεως ἠξιωμένος. Κἄν γάρ οὐράνιον ἅπαν, κἄν ὑπερουράνιόν τι καί πολύ τήν φύσιν ὑψηλότερον ἡμῶν ᾗ καί ἐγγυτέρῳ Θεοῦ, πλέον ἀπέχει Θεοῦ καί τῆς τελείας καταλήψεως ἤ ὅσον ὑπεραίρει τοῦ συνθέτου καί ταπεινοῦ κάι κάτω βρίθοντος κράματος» (Θεολογικός δεύτερος, ΒΕΠ 59,220.35.221.1-4· βλ. καί σ. 221,11 ἑξ.) Βλ. καί MPG 48,730 (Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Λόγος τέταρτος πρός Ἀνομοίους).
13. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει στήν ἑρμηνεία τοῦ 6ου κεφ. τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, στήν περικοπή ὅπου οἱ ἄγγελοι παρουσιάζονται νά καλύπτουν τά πρόσωπά τους πρό τοῦ Θεοῦ: «Εἰ τά Σεραφίμ, αἱ μεγάλαι καί θαυμάσιαι δυνάμεις ἐκεῖναι, Θεόν καθήμενον, καί ἐπί θρόνου καθήμενον ἰδεῖν ἀδεῶς οὐκ ἠδυνήθησαν, ἀλλά καί τάς ὄψεις καί τούς πόδας ἐκάλυπτον, τίς ἄν παραστήσειε, λόγος τήν μανίαν τῶν αὐτόν τόν Θεόν εἰδέναι σαφῶς λεγόντων, καί τήν ἀκήρατον ἐκείνην περιεργαζομένην οὐσίαν;» (Εἰς Ἅπαντα…62,194c). Ὁ ἱερός Χρυσόστομος πάλι ἀφιερώνει ὅλη τήν τρίτη ὁμιλία του πρός Ἀνομοίους, γιά νά ἀναπτύξει αὐτή τήν ἰδέα (MPG 48,719 ἑξ.). Σημειώνουμε ἐδῶ μία μόνο περικοπή: «Τό ἀκατάληπτον (τοῦ Θεοῦ) οὐχ οὕτως ἡμεῖς ἴσμεν, ὡς ἐκεῖναι αἱ δυνάμεις, ὅσῳ καθαρώτεραι καί σοφώτεραι καί διορατικώτεραι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰσί. Καθάπερ γάρ τό τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων ἀπρόσιτον οὐχ οὕτως οἶδεν ὁ τυφλός ὡς ὁ βλέπων, οὕτω καί τό τοῦ Θεοῦ ἀκατάληπτον οὐχ οὕτως ἡμεῖς ἴσμεν ὡς ἐκεῖναι. Ὅσον γάρ τυφλοῦ καί βλέποντος τό μέσον, τοσοῦτον ἡμῶν καί ἐκείνων τό διάφορον» (MPG 48,722). Ὁμοίως πάλι ὁ Χρυσόστομος ἀφιερώνει καί μεγάλο μέρος τῆς τετάρτης ὁμιλίας του πρός Ἀνομοίους πρός ἀνάπτυξη τῆς ἴδιας ἰδέας, βλ. MPG 948,727 ἑξ.).
14.«Θεός γάρ καταλαμβανόμενος οὐκ ἔστι Θεός» (Μέγας Ἀθανάσιος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου