ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

Εξαιρετική και αποκαλυπτική διήγηση.Αυθεντική,ειλικρινής,δεν ωραιοποιεί τα συμβάντα,τα περιγράφει όπως συνέβησαν.Όντως μια αντικειμενική πληροφόρηση επί πραγματικής ιστορίας που συνέβη στην Μ.Ασία.
Την συνιστώ να την διαβάσετε,διαυθέτοντες λίγο από τον πολύτιμο χρόνο.
Σημ.Ο Δημήτρης,που την γράφει είναι συμμαθητής μου στην Σχολή Αξ/κών (ΤΕΜΑ) και αποστρατευθήκαμε μαζί.
.
ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΗΣ ΣΩΤΗΡΙΟΣ, 

ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗp



 (Γράφει ο Δημήτριος Ι. Τσούνης, Αστυν. Διευθυντής ε.α.)




Με τη συμπλήρωση 90 ετών και πλέον,από την Μικρασιατική καταστροφή, θέλω να μεταφέρω ορισμένες αυθεντικές διηγήσεις από έναν αγράμματο και ορεσείβιο, αλλά πραγματικό πατριώτη και πολεμιστή, τον Δημήτριο Ιωάννου Τσούνη.


Ο Δημήτρης ή μπαρμπα-Μήτσος Τσούνης, γεννήθηκε το 1901 στο ορεινό χωριό του Δήμου Αγρινίου Πεντάκορφο και από μικρή ηλικία διακρινόταν για την σωματική του ρώμη. Γράμματα δυστυχώς έμαθε πολύ λίγα στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του.

Ο Μικρασιατικός πόλεμος τον βρίσκει στρατευμένο και άμεσα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των πολεμικών εχθροπραξιών στην περιοχή της Μικράς Ασίας. Αρχικά στη Σμύρνη λόγω της σωματικής του ικανότητας και της άμεμπτης ηθικής του, επιλέγεται να εκτελέσει καθήκοντα στρατοχωροφύλακα στη φρουρά του Αντιστράτηγου Παπούλα. Από το σημείο αυτό αρχίζουν και οι ‘διηγήσεις του’.

Ο άμεμπτος χαρακτήρας του, είναι αυτός για τον οποίο επιλέγεται να επιτηρεί τις ιερόδουλες της Σμύρνης προκειμένου να τηρούνται οι υγειονομικοί κανόνες για την αποφυγή εξάπλωσης μεταδοτικών νοσημάτων στους στρατιώτες. Η τυπικότητα και η σκληρότητα εφαρμογής των διαταγών ήταν παροιμιώδης, αφού οι ιερόδουλες όταν ήταν διατεταγμένος σε υπηρεσία, έλεγαν επί λέξει: ‘Όταν είναι υπηρεσία ο Μήτσος αμάν, αμάν’. Μάλιστα, μια εκ των επιτηρούμενων γυναικών του, η Ελυσσέ, κατάφερε να διαφύγει και του δόθηκε προθεσμία για αναζήτησή της, διαφορετικά θα περνούσε στρατοδικείο και αυστηρή τιμωρία. Για καλή του τύχη και ενώ ερευνούσε τα διάφορα στέκια της Σμύρνης, του δόθηκε πληροφορία από τον α’ εξάδελφο Αγγελάκη Τσούνη, που ήταν οδηγός και άνθρωπος ‘της πιάτσας’ για την εποχή του, ότι η Ελυσσέ ήταν σε καφέ σαντάν και διασκέδαζε με στρατιώτες. Άμεσα μετέβηκε στο χωριό όπου την συνέλαβε και την οδήγησε πίσω. Κατά την διαδρομή όμως και λόγω του μεγάλου μίσους που της είχε για το προαναφερόμενο γεγονός, μάζεψε τσουκνίδες από παρακείμενο οικόπεδο και την έτριψε σε όλο της το σώμα με αποτέλεσμα να υπάρξει οίδημα και φόβος ακόμη και για θάνατο. Ο Στρατιωτικός γιατρός που ήταν συμπατριώτης του από την Μακρυνεία Αιτ/νιας και το επώνυμό του ήταν Λαζαρίνης, που την εξέτασε δεν μπόρεσε να αποφανθεί για την αιτία του οιδήματος, για αυτό τον κάλεσε και υποσχόμενος ότι δεν πρόκειται να μιλήσει να του εκμυστηρευτεί τι έγινε. Πράγματι, στο γιατρό εξήγησε ότι την έτριψε με τσουκνίδες ‘σκουλαρικάτες’ όπως ο ίδιος διηγείτο.

Επίσης πολλές από τις διηγήσεις του ήταν για τη ζωή της Σμύρνης πριν την καταστροφή και ήταν τόσο αυθεντικές και πραγματικές, γιατί τις έβλεπε και τις ζούσε για πρώτη φορά στη ζωή του από τη μέρα που έφυγε από το χωριό.

Ακολούθως και ενώ ο Στρατός κινείτο από τα παράλια προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας θα σας μεταφέρω κάποιες από τις διηγήσεις του χωρίς χρονική σειρά όπως ο ίδιος τις περιέγραφε και χρειάζονταν ολονύκτια διήγηση για το κάθε μικρό ή μεγάλο γεγονός.

Για τη μάχη και διέλευση του Σαγγάριου ποταμού, περιέγραψε με την παραμικρή λεπτομέρεια πως το μηχανικό χρησιμοποιούσε τα πλωτά βαρέλια, ‘βαένια’ όπως τα αποκαλούσε, και πώς ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους με γάντζους, σε ποια απόσταση ήταν οι σύνδεσμοι και πώς κατασκευάζονταν επιτόπια. Επίσης περιέγραφε την ροή του ποταμού και τα διάφορα ανοίγματα που υπήρχαν ώστε να τοποθετούνται οι πλωτές γέφυρες με τα βαένια, στις οποίες πνίγηκαν πολλοί στρατιώτες.

Για την μάχη του Εσκί-Σεχίρ όπου και ο ίδιος έλαβε μέρος οι διηγήσεις του έβγαιναν με κάποια δυσκολία αν και ήταν σκληρός σε όλα του («σκλιφό» τον αποκαλούσαν στο χωριό, δηλαδή άνθρωπο δυνατό, ρωμαλέο, από καλό νταμάρι.) Έλεγε ότι και ο ίδιος ήταν με ψαλίδα στο χέρι προκειμένου να κόβει τα συρματοπλέγματα που είχαν οι Τούρκοι και εκεί ήταν που περιέγραφε με ανατριχιαστική λεπτομέρεια ότι υπήρχαν επτά σειρές πτώματα στρατιωτών, το ένα πάνω στο άλλο. Στη μάχη του Εσκίρ-Σεχίρ συνάντησε και τον επίσης δεύτερο εξάδελφο του Μάνθο Τσούνη με μακριά γενειάδα και λόγω του ότι υπηρετούσε στο μηχανικό ήταν αρμόδιος για την κοπή των συρμάτων.

Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την οπισθοχώρηση κοντά στην πόλη Πάνορμο ή Πέργαμο (δυστυχώς υπάρχει ένα αδιευκρίνιστο σημείο), συνάντησε με άλλο ένα συνάδελφό του, Έλληνες στρατιώτες με κομμένα αυτιά, μύτες, πόδια αλλά και κομμένα ανδρικά μόρια, να ζητάνε απελπισμένα βοήθεια αλλά στη κατάσταση που βρίσκονταν δεν υπήρχε καμία προοπτική. Εκεί έδωσε όρκο ότι όποιον Τούρκο έβρισκε μπροστά του θα τον ‘καθάριζε’ και ότι Τούρκικο θα καταστρέφονταν. Δυστυχώς ο πρώτος και μάλλον αθώος πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή τις θηριωδίες του πολέμου. Κοντά μάλιστα σε Ισλαμικό τέμενος βρισκόταν αποθηκευμένη μεγάλη ποσότητα ζωοτροφών και κυρίως άχυρα και τριφύλλια. Αμέσως για εκδίκηση έβαλε φωτιά και μόλις λαμπάδιασε η περιοχή κατάλαβε γιατί οι Τούρκοι είχαν εκεί τις αποθήκες. Ο λόγος ήταν απλός, γιατί ακριβώς δίπλα ήταν Ελληνική εκκλησία και οι Έλληνες δεν θα έκαναν κάποιο κακό. Δυστυχώς όμως η φωτιά προχώρησε και η Ελληνική Χριστιανική εκκλησία σχεδόν καταστράφηκε.

Μετά από όλα αυτά όπως ο ίδιος έλεγε «του έδωσε ο Θεός θάμα» και έπαθε μεγάλο κακό τραυματιζόμενος από σφαίρα που ήρθε από άγνωστη κατεύθυνση, προφανώς από Τσέτες Αντάρτες. Ο συνάδελφος και φίλος του μετά από αυτό, του έσκισε το πουκάμισο και προσπάθησε να σταματήσει την αιμορραγία, πράγμα που κατάφερε, χωρίς όμως πια να είναι σε θέση να περπατήσει. Με πολλές δυσκολίες κινήθηκε σε μικρή απόσταση και σταμάτησε οριστικά. Εκεί φάνηκε το μεγαλείο του συνανθρώπου, συναδέλφου και φίλου του ο οποίος δεν τον εγκατέλειψε αν και οι Τούρκοι τους καταδίωκαν και ήταν σε μικρή απόσταση.

Η κορύφωση όμως του δράματος για τον γενναίο πολεμιστή και η σωτηρία έρχεται από έναν άλλο μεγάλο ηγέτη και πατριώτη, για τον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν ακούσει από τις διηγήσεις των στρατιωτών.

Ενώ είναι τραυματίας, ανίκανος να περπατήσει και με τον φίλο του δίπλα του βλέπουν να πλησιάζει ένας καβαλάρης στρατιώτης με μαύρο άλογο, μαύρο μουστάκι, μαύρο σκυλί, χωρίς κανένα διακριτικό που να δείχνει ποιος είναι. Σταματά το άλογο και αρχίζει τις ερωτήσεις σε μορφή ανάκρισης: -Πώς λέγεσαι; -Τίνος τάγματος είσαι; -Τι έπαθες; -Δεν μπορείς να περπατήσεις; -Καθόλου μα καθόλου; Η απάντηση ήταν αρνητική. Τότε ο καβαλάρης με νευρικότητα κινείται μπρος πίσω και διερωτώνται ποιος είναι και τι να θέλει άραγε.

Το μυστήριο λύθηκε μετά από μερικά λεπτά όταν πλησίασαν δύο βοϊδάμαξες με κάποια στρατιωτικά είδη φορτωμένες, τις οποίες προφανώς είχε δει νωρίτερα ο καβαλάρης. Τότε ο μαύρος καβαλάρης αποκαλύπτεται στους αμαξάδες λέγοντάς τους: «Είμαι ο Συνταγματάρχης ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ, φορτώστε τον τραυματία και προσέξτε μην τον αφήσετε γιατί θα σας τουφεκίσω». Πράγματι, άμεσα τον ανέβασαν στη μια άμαξα που την έσερναν δύο βόδια χωρίς να φύγει ακόμα ο Συνταγματάρχης επιβλέποντας μέχρι το τέλος την φόρτωση. Ταξίδεψε με αυτή δύο ημέρες χωρίς τα βόδια να βρίσκουν νερό να πιούνε. Στο τέλος της δεύτερης μέρας τα βόδια αντιλήφθηκαν ότι κοντά υπήρχε νερό και όρμηξαν προς την πηγή καταστρέφοντας την άμαξα και πετώντας τον τραυματία στο έδαφος. Εκεί μετά από κάποια στάση ο φίλος και συνάδελφός του έκλεψε από Έλληνες στρατιώτες δυο άλογα και με αυτά κατάφεραν να κινηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω την περιγραφή του για τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα που την έλεγε τακτικά χρησιμοποιώντας κάθε φορά σχεδόν τις ίδιες λέξεις: μαυριδερός, μαύρο μουστάκι, νευρικός στις κινήσεις του και πως στη κυριολεξία χάρη σε εκείνον σώθηκε.

Αργότερα και ενώ η Σμύρνη καταστράφηκε ολοσχερώς, ο αγνός πολεμιστής όμως που ήταν αγράμματος και δεν γνώριζε γεωγραφία και δυστυχώς κανένας δεν του δίδαξε και στο επόμενο βίο του, προχωρεί και φτάνει στην Ανατολική Θράκη. Εδώ έρχεται η κορύφωση του όλου δράματος. Μαζί με άλλους δύο στρατιώτες κινούνται στον κάμπο της Ανατολικής Θράκης και από τις εχθροπραξίες σχεδόν παντού συναντούσαν καμένη γη. Περπάτησαν πολλά ημερονύχτια με οδηγό τον ήλιο και το φεγγάρι χωρίς τροφή και βρίσκοντας κανένα μικρό κοτόπουλο ‘αλλάληγο’ όπως το περιέγραφε, το έψηναν με ‘σβουνιές’ (κοπριά από αγελάδες) και το έτρωγαν μισοψημένο γιατί ξύλα δεν υπήρχαν για φωτιά. Εκεί και ενώ ήταν σε μεγάλη απελπισία οι δυο αποφάσισαν να κινηθούν προς Βουλγαρία και αυτός προς την Ελλάδα. Υπήρξε μεγάλη διαμάχη να πάνε όλοι μαζί προς την Βουλγαρία, μάλιστα ο ένας τον απείλησε ότι σε περίπτωση που δεν ακολουθήσει θα τον τουφεκίσει. Με παρέμβαση του τρίτου στρατιώτη οι τύχες τους χώρισαν. Αυτός κινήθηκε προς τα Δυτικά και οι άλλοι προς την Βουλγαρία. Μάλιστα δε, κόμπιαζε όταν περιέγραφε τον αποχαιρετισμό τους στον ορίζοντα, που κουνούσαν το μαντήλι του τελευταίου αποχαιρετισμού. Μόνος και περπατώντας με οδηγό τον ήλιο και το φεγγάρι και χάνοντας πολλές φορές τον προσανατολισμό του μέσα στον κάμπο, έφτασε τελικά στην Ανδριανούπολη. Εδώ ήταν που ένιωσε κάποια ανακούφιση. Παρουσιάστηκε στον εκεί Φρούραρχο και τελούσε προσωρινά στις διαταγές του.

Στην Ανδριανούπολη έμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα και λόγω του παραστήματός του, της λεβεντιάς του και της όλης συμπεριφοράς του, ο μεγαλοτσιφλικάς της περιοχής τον προσκάλεσε να παντρευτεί μία από τις κόρες του και να παραμείνει στη περιοχή, αλλά αυτός αρνήθηκε λέγοντας ότι θα γυρίσει στο τόπο του και την οικογένειά του στην Αράχοβα Αιτ/νίας (σημερινό Πεντάκορφο).

Στη συνέχεια έλαβε εντολή από το Φρουραρχείο να μεταβεί στη Λάρισα, προκειμένου να συνεχίσει τη στρατιωτική του θητεία. Εκεί όταν έφτασε συνάντησε κάποια υπολείμματα του Ελληνικού Στρατού (σημ. οι δύο στρατιωτικές κλάσεις διαγράφηκαν από τα μητρώα αφού έπεσαν στα πεδία των μαχών), από τους οποίους κανένας τους δεν είχε προλάβει να επιστρέψει στο σπίτι του, έστω και για λίγο. Εκεί λοιπόν, κάποια μέρα που ο Στρατηγός μάζεψε τα απομεινάρια του Στρατού και τους ‘ έβγαζε λόγο’ ξαφνικά τους ανακοίνωσε το αλησμόνητο: λέγοντάς τους τη φράση: «Εσείς παιδιά μ’επήγατε στη Μικρασία, εσείς θα ξαναπάτε». Τότε ήταν που έγινε το μεγάλο ξέσπασμα με γιουχαΐσματα εναντίον του, από το παρατεταγμένο στράτευμα, αναγκάζοντάς τον να αποχωρήσει και να κρυφτεί.

Αυτή τη φράση ο πολεμιστής δεν την ξέχασε ποτέ και πάντα την επαναλάμβανε με πικρία λέγοντας: «εσείς παιδιά μ’ επήγατε εσείς θα ξαναπάτε» Αυτή του η φράση μήπως είναι επίκαιρη και στις μέρες μας, 90 χρόνια μετά, με μια μικρή παράφραση; «εσείς παιδιά μ’ πληρώσατε, εσείς και θα ξανά πληρώσετε» τα λάθη και τις παραλείψεις των κυβερνήσεων.

Τέλος ο Μικρασιάτης πολεμιστής επέστρεψε στο χωριό του, την Αράχοβα μετά από 5 χρόνια στρατιωτικής θητείας δοξάζοντας το Θεό που ξαναγύρισε ζωντανός. Η δε πολιτεία ουδέποτε τον θυμήθηκε να του απονείμει ένα μετάλλιο ή ένα απλό ευχαριστήριο έπαινο. Ποτέ όμως μέχρι τα βαθειά του γεράματα (απεβίωσε το 1986 στην Ποταμούλα Αγρινίου), δεν παραπονέθηκε γι’αυτό, γιατί θεωρούσε ότι έκανε το χρέος του απέναντι στην πατρίδα.

«Τιμή και δόξα στον αγνό πατριώτη Μπάρμπα- Μήτσο»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου