Οι επετειακές εκδηλώσεις ξεκίνησαν με την παραλαβή από το Δημαρχείο της πόλης και μεταφορά στο Φρούριο, της Προσωπογραφίας του πορθητή Στάικου Σταϊκόπουλου από Τιμητικό Άγημα , με τη συμμετοχή του Συλλόγου «Αρματωμένοι Μωραΐτες- Στάικος Σταϊκόπουλος » και της Δημοτικής Φιλαρμονικής.
Ακολούθησε δοξολογία στον ιστορικό Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέα (εντός του φρουρίου του Παλαμηδίου) , που τέλεσε ο Γενικό Αρχιερατικός της Μητροπόλεως Αργολίδας π. Πέτρος Αθανασόπουλος.
Κατόπιν πραγματοποιήθηκε επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων στον Ανδριάντα του Πορθητή Στάικου Σταϊκόπουλου.
Οι εορτασμοί έκλεισαν με παραδοσιακούς χορούς από χορευτικούς συλλόγους της πόλης στην πλατεία Καποδίστρια.
Η πολιορκία του Ναυπλίου
Την παραμονή του Αγίου Ανδρέα στις 29 Νοεμβρίου του 1822, η νύχτα ήταν ασέληνη και έβρεχε ασταμάτητα. Οι Τούρκοι είχαν κατέβει από το Παλαμήδι στο Ναύπλιο για να συσκεφθούν μετά από δίχρονη πολιορκία, για την απάντηση που θα έδιναν στην επιστολή του Γέρου του Μοριά, για να φύγουν ελεύθεροι και να σωθούν.
Ο Στάϊκος που βρισκόταν στην Άρια, δεν έχασε την ευκαιρία. Έστησε σκάλες στα βράχια του
άπαρτου Κάστρου του Παλαμηδίου και άρχισε το ανέβασμα ύψους 216 μέτρων. Πρώτος έφθασε στη «Γιουρούς Τάπια» ο Μοσχονησιώτης μαζί με τον Θανάση Σταϊκόπουλο. Μαζί τους ο Αγιορίτης καλόγερος Παφούντιος, ο Αργίτης Βιολιστής Πορτοκάλης και άλλα παλικάρια. Το κάστρο κυριεύτηκε εκείνη τη νύχτα.
Ήταν μια μεγάλη στιγμή στην ιστορία καθώς το κάστρο ήταν από τα πιο τρανά της ανατολικής Μεσογείου. Η άλωσις του Παλαμηδίου και στη συνέχεια η παράδοσις του Ναυπλίου ήταν σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Καποδίστρια, ένα γεγονός μεγάλης σημασίας για την εξέλιξη του Αγώνα.
Μετά την στρατιωτική επιτυχία η προσωρινή ελληνική διοίκηση, τίμησε τον Σταϊκόπουλο για τα κατόρθωματά του και τον προβίβασε από Χιλίαρχο στον ανώτερο βαθμό του Στρατηγού. Ο ίδιος πάντως ούτε σπίτι δεν δέχθηκε να πάρει από τα τόσα που άδειασαν τότε, από τη φυγή των Τούρκων.
Ο Στάικος Σταϊκόπουλος πέρασε στην ιστορία ως ο ήρωας του Παλαμηδιού το οποίο κατέλαβε όταν πρώτος πολιόρκησε το Ναύπλιο στην ελληνική επανάσταση. Πέθανε άρρωστος και απαξιωμένος λίγο μετά την αποφυλάκισή του ως “ταραξίας” σε βάρος της Βαυαρικής διακυβέρνησης επί βασιλείας του ανήλικου Όθωνα.
Γεννήθηκε το 1798 στη Ζάτουνα της Αρκαδίας. Ο πατέρας του Παναγιωτάκης ήταν κρεοπώλης ενώ ο ίδιος δερματέμπορος. Το 1818 πήγε στην Ύδρα όπου ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση επεξεργασίας και εμπορίας δερμάτων.
Εκεί μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Νικόλαο Σπηλιωτόπουλο. Το 1821 με την έναρξη της επανάστασης σύστησε δικό του στρατιωτικό σώμα και από την Ύδρα πέρασε στο Άργος. Οργάνωσε την αντίσταση κατά του Κεχαγιάμπεη και ξεκίνησε την πολιορκία του Ναυπλίου.
Τελικά στις 29 Νοεμβρίου του 1822 μαζί με τον Δημήτριο Μοσχονησιώτη κατέλαβε το Παλαμήδι, πράξη για την οποία έμεινε γνωστός στην ιστορία.
Η κατάρρευση
Μετά την άφιξη του Όθωνα, παρέμεινε στο στράτευμα με τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχου. Δυστυχώς, ο ήρωας της επανάστασης είχε τραγικό τέλος. Αρρώστησε από βαριά μελαγχολία η οποία το 1833 τον οδήγησε στην τρέλα.
Η ζωή του κατάντησε αφόρητη. Για να ζήσει άρχισε να επαιτεί. Επειδή εκφραζόταν άσχημα κατά των Βαυαρών, τελικά τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στα υπόγεια του Βουλευτικού, με την δικαιολογία του μαινόμενου και ταραξία.
Οι κακουχίες και η έλλειψη φροντίδας, έφθειραν την υγεία του αγωνιστή και την 21 Φεβρουαρίου του 1835 πέθανε, φέροντας τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. Επειδή πέθανε πάμπτωχος, φίλοι και συγγενείς έκαναν έρανο για να καλυφθούν τα έξοδα της κηδείας.
Τελικά οι προεστοί του Ναυπλίου, ανέλαβαν κάθε δαπάνη και ο λησμονημένος ήρωας κηδεύτηκε όπως του άξιζε. Με τιμές, παρουσία όλων των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών του τόπου. Ο δε διάκονος και λόγιος Ευγένιος Διογενίδης τον αποχαιρέτισε με ένα συγκινητικό αποχαιρετιστήριο λόγο.
Η πόλη τον τίμησε με μία κεντρική οδό στο όνομα του. Το 1966 με δαπάνες της δισεγγονής του Ζαχαρούλας, συζύγου του Ευαγγέλου Μάρκου Παπαμάρκου, του έστησε ανδριάντα που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Νικόλας, στην πλατεία Σταϊκοπούλου, όπου κάθε χρόνο, στις 30 Νοεμβρίου γίνονται πανηγυρικές εκδηλώσεις προς τιμήν του. Στο βάθρο του μνημείου ο ποιητής Θεόδωρος Κ. Κωστούρος έγραψε τούτους τους στοίχους:
Αγέραστος κι αθάνατος, πάντα κοντά μας μένεις
του Εικοσιένα σταυραητέ, της λευτεριάς πουλί.
Ω Πορθητή του πιο τρανού κάστρου της οικουμένης
που δέχτηκες στο μέτωπο της Δόξας το φιλί.