– Να σου πω μια λύση, για να τους αποφύγης; Θα την δεχθής;
– Ναι.
– Η μόνη λύση για να αποφυγής τους πειρασμούς είναι να… συμμαχήσης με τον διάβολο!… Τι γελάς; Δεν σου αρέσει αύτη η λύση; Κοίταξε να σου πω. Όσο κανείς αγωνίζεται, θα έχη πειρασμούς και δυσκολίες. Και όσο προσπαθεί να άποφύγη τον πειρασμό, τόσο κόντρα τοϋ πάει ό διάβολος. Άλλα με τους πειρασμούς – αν τους αξιοποιήσουμε σωστά -, δίνεται η ευκαιρία, επειδή μερικές φορές η ζωή μας είναι άντιευαγγελική, να γίνη «ευαγγελική».

– Γέροντα, σκαλώνω σε μερικά ασήμαντα πράγματα και δεν έχω μετά διάθεση να αγωνισθώ για κάτι ανώτερο.
– Αυτά είναι σαν τις νάρκες που βάζει ό εχθρός, για να άχρηστέψη τον στρατό. Το ταγκαλάκι, όταν δη ότι δεν μπορεί να κάνη άλλη ζημιά στον αγωνιστή, κοιτάει πως να τον άχρηστέψη με ασήμαντα πράγματα. Ύστερα, να ξέρης οτι υπάρχουν και μικρά ταγκαλάκια, που κάνουν όμως μεγάλη ζημιά. Μια φορά ρώτησαν ένα μικρό ταγκαλάκι: «Τάχα τι μπορείς να κάνης εσύ;». «Έγώ τι μπορώ να κάνω; Πάω και μπερδεύω τις κλωστές στις μοδίστρες, στους τσαγκάρηδες, απάντησε, και τους κάνω να θυμώνουν». Τα μεγαλύτερα σκάνδαλα γίνονται από τιποτένια πράγματα, όχι μόνο σ’ εμάς, άλλα μερικές φορές και στα κράτη.
Στους πνευματικούς ανθρώπους δεν υπάρχουν σοβαρές αφορμές για σκάνδαλα, από τα μικρά παίρνει ό διάβολος αφορμή. Τσακίζει τον άνθρωπο ψυχικά με κάτι χαζά, παιδικά πράγματα, οπότε κάνει την καρδιά του όπως εκείνος θέλει και μένει μετά κανείς ένα κούτσουρο.
– Γιατί, Γέροντα, ενώ βάζω ενα πρόγραμμα, μια σειρά στον αγώνα μου, και ξεκινώ με διάθεση να αγωνισθώ, σύντομα ξεχνιέμαι;
– Δεν ξέρεις; Το ταγκαλάκι, όταν πάρη είδηση ότι κάνουμε δουλειά πνευματική, τότε γυρίζει το κουμπί αλλού. Ένώ βάζουμε ένα πρόγραμμα, μια άλφα σειρά, βρισκόμαστε σε άλλη και, αν δεν προσέξουμε, το αντιλαμβανόμαστε μετά από μέρες. Γι’ αυτό ό αγωνιστής πρέπει να πηγαίνη όλο κόντρα στον διάβολο – φυσικά με διάκριση – και να τον παρακολουθή κάποιος έμπειρος Πνευματικός.
– Έναν άνθρωπο που δεν κάνει λεπτή εργασία στον εαυτό του, ό σατανάς τον πολεμάει;
– Ό σατανάς δεν πάει σε έναν άχρηστο άνθρωπο, αλλά πάει σε έναν αγωνιστή, για να τον πειράξη και να τον αχρηστέψη. Δεν χάνει τον καιρό του να κάνη λεπτή εργασία σε κάποιον που δεν κάνει λεπτή εργασία. Στέλνει σ’ αυτόν που ράβει με σακκορράφα, διάβολο με σακκορράφα. Σ’ αυτόν που κάνει λεπτό εργόχειρο, στέλνει διάβολο που κάνει λεπτό εργόχειρο. Σ’ αυτόν που κάνει πολύ ψιλό κέντημα, στέλνει διάβολο για πολύ ψιλή εργασία. Σ’ αυτούς που κάνουν χονδρή δουλειά στον εαυτό τους, στέλνει χονδρό διάβολο. Στους αρχαρίους στέλνει, αρχάριο διάβολο.
Οι άνθρωποι που έχουν λεπτή ψυχή, πολύ φιλότιμο και είναι ευαίσθητοι, χρειάζεται να προσέξουν, γιατί βάζει και ό διάβολος την ουρά του και τους κάνει πιο ευαίσθητους, και μπορεί να φθάσουν στην μελαγχολία η ακόμη – Θεός φυλάξοι – και στην αυτοκτονία.
Ο διάβολος, ενώ εμάς τους ανθρώπους μας βάζει να πηγαίνουμε κόντρα στον πλησίον μας και να μαλώνουμε, ό ιδιος ποτέ δεν πάει κόντρα. Τον αμελή τον κάνει πιο αμελή, τον αναπαύει με τον λογισμό: «Το κεφάλι σου πονάει, είσαι αδιάθετος, δεν πειράζει και αν δεν σηκωθής για προσευχή». Τον ευλαβή τον κάνει πιο ευλαβή, για να τον ρίξη στην υπερηφάνεια, ή τον σπρώχνει να αγωνισθή περισσότερο άπό τις δυνάμεις του, ώστε να αποκάμη και να αφήση μετά όλα τα πνευματικά του όπλα και να παραδοθή ό πρώην πολύ αγωνιστής. Τον σκληρόκαρδο τον κάνει πιο σκληρόκαρδο, τον ευαίσθητο υπερευαίσθητο.
Και βλέπεις πόσοι άνθρωποι, άλλοι γιατί έχουν κάποια ευαισθησία και άλλοι γιατί έχουν κλονισθή τα νεύρα τους, ταλαιπωρούνται με αϋπνίες και παίρνουν χάπια η βασανίζονται και χαραμίζονται στα νοσοκομεία. Σπάνια να δης σήμερα άνθρωπο ισορροπημένο. Έγιναν μπαταρίες οι άνθρωποι.
Οι περισσότεροι είναι σαν να έχουν ηλεκτρισμό. Όσοι μάλιστα δεν εξομολογούνται, δέχονται επιδράσεις δαιμονικές, έχουν έναν δαιμονικό μαγνητισμό, γιατί ό διάβολος έχει εξουσία επάνω τους. Λίγοι άνθρωποι, είτε αγόρια είτε κοπέλες είτε ηλικιωμένοι είναι, έχουν ένα βλέμμα γαλήνιο. Δαιμονισμός! Ξέρεις τι θα πη δαιμονισμός; Να μην μπορής να συνεννοηθής με τον κόσμο.
2)Ό διάβολος μας βάζει ένεση αναισθησίας
– Είπα σε κάποιους γιατρούς που συζητούσαν για την αναισθησία που κάνουν στις εγχειρήσεις: «Του πειρασμού η αναισθησία έχει άσχημες επιπτώσεις στον άνθρωπο, ενώ αυτή που κάνετε εσείς βοηθάει».
Η αναισθησία του διαβόλου εϊναι σαν το δηλητήριο που ρίχνει το φίδι στα πουλιά η στα λαγουδάκια, για να παραλύσουν και να τα καταπιή, χωρίς να αντιδράσουν.
Ο διάβολος, οταν θέλη να πολεμήση έναν άνθρωπο, στέλνει πρώτα ένα διαβολάκι «αναισθησιολόγο», για να κάνη τον άνθρωπο πρώτα αναίσθητο, και μετά πηγαίνει ο ϊδιος και τον πελεκάει, τον κάνει ό,τι θέλει… Άλλα προηγείται ό… «αναισθησιολόγος».
Μας βάζει ένεση αναισθησίας και ξεχνούμε. Να, βλέπεις, οι μοναχοί υποσχόμαστε «υβρισθήναι, χλευασθήναι κ.λπ.», και τελικά, ό πειρασμός μερικές φορές μας μπερδεύει και κάνουμε τα αντίθετα από αυτά που υποσχεθήκαμε. Αλλιώς ξεκινάμε και αλλιώς καταλήγουμε. Για αλλού ξεκινήσαμε να πάμε και αλλού πηγαίνουμε. Δεν προσέχουμε. Δεν σάς έχω πει παραδείγματα;
Παλιότερα, στην Κόνιτσα δεν υπήρχε Τράπεζα. Αναγκάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στα Γιάννενα, όταν ήθελαν να πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινούσαν λοιπόν μερικοί από τα γύρω χωριά και πήγαιναν εβδομήντα δύο χιλιόμετρα με τα πόδια, να πάρουν δάνειο, για να αγοράσουν λ.χ. ενα άλογο. Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντήρηση την οικογένεια του. Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε. Μια φορά ξεκίνησε ένας να πάη στα Γιάννενα, να πάρη δάνειο, για να άγοράση ένα άλογο, να ὸργώνη τα χωράφια του και να μην παιδεύεται να σκάβη με την τσάπα. Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε το δάνειο και μετά πέρασε και από τα εβραίικα μαγαζιά και χάζευε.
Τον έβλεπε ό ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!».
Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ό Εβραίος να κατεβάζη τα τόπια από τα ράφια. Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Πάρ’ το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω πιο φθηνό».
Έφευγε άπό τον έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σε άλλον. «Έλα, μπάρμπα, μέσα, του έλεγε ό Εβραίος, θα σου το δώσω πιο φθηνό». Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε. Ζαλίστηκε στο τέλος ό καημένος. Είχε και λίγο φιλότιμο, σου λέει «τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε…», και δήθεν «για τα παιδιά του πιο φθηνό», έδωσε τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο! Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνη; Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί έπαιρνε όσο του χρειαζόταν.
Τελικά γύρισε στο σπίτι με ένα τόπι σάπιο ύφασμα! «Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει. Άλλα τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο. Άντε πάλι να πηγαίνη να σκάβη με την τσάπα στα χωράφια, να δυσκολεύεται, για να ξεχρεώση το δάνειο! Αν αγόραζε άλογο, θα επέστρεφε και καβάλα, θα ψώνιζε και λίγα πράγματα για το σπίτι του και δεν θα σκοτωνόταν να σκάβη με την τσάπα! Άλλα για να χαζεύη στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε;
Έτσι κάνει και ό διάβολος, σαν τον πονηρό έμπορο σε τραβάει από ‘δώ, σε τραβάει από ‘κει, σου βάζει τρικλοποδιές, και τελικά σε καταφέρνει να πας εκεί που θέλει εκείνος. Για άλλου ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, αν δεν προσέξης. Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου.
Απόσπασμα από τις σελίδες 109 -113 του βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ