Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει ότι μόλις μία εβδομάδα κακού ύπνου συνδέεται με βλάβες στην καρδιά λόγω αύξησης στα επίπεδα της «κακής» χοληστερόλης, ευρήματα που εξηγούν γιατί όσοι κοιμούνται λίγες ώρες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιαγγειακών επιπλοκών, όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Σε νέα μελέτη που πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Λος Άντζελες σε 2.078 γυναίκες, διαπίστωσαν πως όσες είχαν συμπτώματα όπως ο ανήσυχος ύπνος, η συχνή αφύπνιση στη διάρκεια της νύχτας και το πολύ πρωινό ξύπνημα, ήταν βιολογικώς δύο χρόνια μεγαλύτερες απ’ ό,τι οι γυναίκες ίδιας χρονολογικής ηλικίας που κοιμόντουσαν καλά το βράδυ.
Το ίδιο συνέβαινε και σε όσες έπασχαν από αϋπνία και δυσκολεύονταν να αποκοιμηθούν με συνέπεια να στριφογυρίζουν στα κρεβάτια τους.0
«Τα στοιχεία μας υποδηλώνουν ότι οι γυναίκες με αυτά τα προβλήματα γερνούν πριν την ώρα τους από βιολογικής πλευράς και χάνουν σχεδόν δύο χρόνια από τη ζωή τους», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Τζούντιθ Κάρολ, επίκουρη καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Ινστιτούτου Νευροεπιστήμης & Ανθρώπινης Συμπεριφοράς Semel του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA).
Η δρ Κάρολ και οι συνεργάτες της εξέτασαν το επιγενετικό βιολογικό ρολόι στα ανοσοποιητικά κύτταρα των εθελοντριών για να δουν πόσο επηρεαζόταν από την κακή ποιότητα του ύπνου τους.
Όπως διαπίστωσαν, η επιγενετική ηλικία των εθελοντριών με τα προβλήματα ύπνου ήταν μεγαλύτερη απ’ ό,τι των υπολοίπων.
Η Επιγενετική είναι η επιστήμη που μελετά τις αλλαγές που επιφέρει ο τρόπος ζωής στη λειτουργία των γονιδίων και μπορεί να επηρεάσουν την ενεργοποίηση και την αδρανοποίηση ενός γονιδίου, καθώς και τον τρόπο ερμηνείας και έκφρασης των πληροφοριών που περιέχει.
Και κατέληξε: «Ο ύπνος αποτελεί προϋπόθεση υγείας και γι’ αυτό όποιος αντιμετωπίζει το παραμικρό πρόβλημα με αυτόν, πρέπει να απευθυνθεί σε έναν ειδικό για να υποβληθεί σε θεραπεία, όπως η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία που είναι η πιο αποτελεσματική εναντίον της αϋπνίας».
Τα συμπεράσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση «Biological Psychiatry».
Πηγή:onmed.gr