ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Ο Σύνδεσμος Αποστράτων Σωμάτων Ασφαλείας Ν. Αργολίδας θα πραγματοποιήσει θρησκευτική Εκδρομή στην Ιερά Μονή Καλαμίου Αργολίδας


Ο Σύνδεσμος Αποστράτων Σωμάτων Ασφαλείας Ν. Αργολίδας συνεχίζοντας να υλοποιεί  το πρόγραμμά του,  την 23η του μηνός Μαρτίου 2018 θα πραγματοποιήσει  θρησκευτική εκδρομή στην Ιερά Μονή Καλαμίου   για την  Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου. 

 Όσα Μέλη  και φίλοι του Συνδέσμου  επιθυμούν μπορούν να δηλώσουν συμμετοχή στο τηλέφωνο του γραφείου 2752023482 Δευτέρα και Τετάρτη ώρες 10.00 - 12.00.  

Λίγα λόγια παρακάτω για τον ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ και για την Ιερά Μονή Καλαμίου Αργολίδας.



Ο Ακάθιστος ύμνος στην Υπεραγία Θεοτόκο (Παρασκευή, 23 Μαρτίου 2018)

Εισαγωγή στην Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου
Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.
Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.
Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.
Κατά το έτος 626 μ. Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι  προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο»,  ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.
Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και Μιχαήλ Γ΄ (860). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.
Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431, αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλοι, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527-565), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626.
Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα, Ρωμανό τον Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα, η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728, που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626, στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.
Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715-730), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718, επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.
Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718, καθώς απεβίωσε το 752 ή 754.
Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο, τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη,  τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.
Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676-749), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου.
Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.
Ο πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.
Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.
Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).
Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.
Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄:
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμω ὁ κλίνας ἐν καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῑται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοι. Ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι. Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄:
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε. Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».
Πηγές: Φουντούλη, Ι., Λογική Λατρεία (Αποστολική Διακονία Εκκλησίας Ελλάδος, 1997)˙ Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού˙  Ιστότοπος Εκκλησίας Ελλάδος.
της Δρ Ελένης Ρωσσίδου-Κουτσού, Φιλολόγου-Βυζαντινολόγου
ΠΗΓΗ : "   http://churchofcyprus.org.cy/31735  " 


Ιερά Μονή Καλαμίου

  • Προηγούμενο
  • 1 of 2
  • Επόμενο
Κοντά στο Λυγουριό και πιο συγκεκριμένα ανάμεσα στα χωριά Αδάμι και Κολιάκι, βρίσκεται ένα παλιό μοναστήρι με το όνομα Παναγία του Καλαμίου  ή Κοίμηση της Θεοτόκου στο Καλάμι
Πλησιέστερος οικισμός προς την Μονή είναι το Αδάμι ένα γραφικό χωριό του Δήμου. Η Μονή είναι εύκολα προσιτή από το Αδάμι με διακλάδωση τριών χιλιομέτρων του δημοσίου δρόμου Λυγουριού-Αδαμίου-Κρανιδίου, λίγο μετά το Αδάμι. Η  τοποθεσία του μοναστηριού είναι μαγευτική. Καλοντυμένη και καταστόλιστη από μια θαυμάσια ορεινή βλάστηση, που ξεκουράζει την κουρασμένη από το άγχος ψυχή και αναζωογονεί με το πλούσιο οξυγόνο του προσκυνητές  του.
Η Μονή Καλαμίου ιδρύθηκε κατά τα πρώτα χρόνια του 17ου αιώνα. Φαίνεται όμως ότι υπήρχε εδώ πολύ πριν μοναχικός βίος με απομονωμένους ασκητές. Ίχνη των ασκητών αυτών συναντούμε σε μικρότερη ή μεγαλύτερη απόσταση γύρω από τον τόπο της Μονής. Σπηλαιώδη κοιλώματα στις παρυφές του βουνού, απλές λιθοδομές και μεμονωμένες ταφές μαρτυρούν ότι εδώ έζησαν μοναχοί αρχικά χωρίς καθολικό, φαινόμενο όχι σπάνιο του ερημητικού μοναχισμού.
Σύμφωνα με τον χειρόγραφο κώδικα της Μονής Ταξιαρχών Επιδαύρου και την παράδοση, η Μονή Καλαμίου  οφείλει την προσωνυμία της στο τόπο καταγωγής των πρώτων μοναχών της που ήταν από την Καλαμάτα της Μεσσηνίας. Υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή που συνδέει την ονομασία του μοναστηριού με το παρακείμενο βουνό Καλάμι ή Καλαμάνι. Η Μονή λειτουργούσε ως ανδρική  μέχρι τη διάλυση της το 1834, σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα της 25ης Σεπτεμβρίου 1833, διότι είχε λιγότερους από έξι μοναχούς, κατώτατο αριθμητικό όριο για την διατήρηση μίας Μονής. Η Μονή ανασυστάθηκε  μετά την εγκατάσταση της γυναικείας αδελφότητας (1972) στην τοποθεσία της παλαιάς ανδρικής Μονής και αναγνωρίσθηκε πλέον και επίσημα το όνομα αυτής με Προεδρικό Διάταγμα της 20ης Αυγούστου 1974 «Περί ιδρύσεως Ιεράς Γυναικείας Κοινοβιακής Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμίου Ναυπλίας της Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδας».Την δεκαετία λοιπόν του 1970 ευλαβικές ψυχές, θεοσεβείς και φιλόθεοι κατέκλυσαν την ερημωμένη αυλή της Παναγίας στο Καλάμι και δούλεψαν με ενθουσιασμό και ακαταπόνητη εργατικότητα για την ανέγερση της νέας μονής. Πρόκειται για τις πρώτες μοναχές: Μελάνη Φράγκου, Συγκλητική Τσουκαλά, Χριστονύμφη  Νταγκούλη, που έφθασαν το Απρίλιο του 1972 στο Καλάμι και φώτισαν με τους προβολείς της ψυχής τους τα χαλάσματα και τα ετοιμόρροπα κτίρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μοναχή Μελάνη Φράγκου είναι ηγουμένη της Μονής από την ανασύστασή της μέχρι και σήμερα.
Από τα κτίσματα των παλαιών μοναχών σώζεται σήμερα μόνο ο μικρός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με το συνεχόμενο σε αυτόν πρόκτισμα. Κτίσματα που είναι δείγματα της αυστηρότητας και της λιτότητας των μοναχών εκείνων. Στη θέση των ερειπωμένων παλαιών κελιών κτίστηκαν νέα την δεκαετία του 1970 σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Από την επιβλητική είσοδο, τύπου πυλώνος, οδηγείται ο προσκυνητής ακριβώς μπροστά στο σύγχρονο καλλιμάρμαρο καθολικό της Μονής  που βρίσκεται στο κέντρο της  εσωτερικής  τετράπλευρης  αυλής. Παράλληλα και αριστερά του σύγχρονου καθολικού διατηρείται το παλαιό καθολικό. Τρείς νέες οικοδομικές πτέρυγες, οι δύο διώροφες και η βόρεια τριώροφη, αποτελούν τις ισάριθμες πλευρές του επιβλητικού τετράπλευρου συγκροτήματος  των νέων κτιριακών εγκαταστάσεων. Οι επάνω όροφοι της βόρειας και ανατολικής πλευράς στεγάζουν τα κελιά των μοναχών, ενώ η βιβλιοθήκη και τα εργαστήρια τους κατέχουν όλο το μεσαίο ισόγειο όροφο της βόρειας πλευράς.  Ο χαμηλότερος όροφος, χωρισμένος σε τρία διαμερίσματα, με ξεχωριστή είσοδο προς την εξωτερική αυλή, χρησιμεύει ως ξενώνας. Δεξιά και αριστερά της εισόδου υπάρχουν οι χώροι υποδοχής και ακριβώς απέναντι στο ισόγειο της ανατολικής πλευράς βρίσκονται το Γεροντικό, η τραπεζαρία των μοναχών , η κουζίνα και το κελάρι της Μονής.
Στην Ιερά Μονή Καλαμίου φυλάσσονται Άγια λείψανα του Αγίου Νήφωνος (1508), της Αγίας Παρασκευής (2ος αι.), των Αγίων Αναργύρων ιατρών Κοσμά και Δαμιανού (4ος αι.), του νεοφανούς Αγίου Αρσενίου του Παρίου (+31 Ιανουαρίου 1877), των Χοζεβιτών Αγίων μαρτύρων (614 μ.Χ.), του Αγίου Αθανασίου, επισκόπου Χριστιανουπόλεως (+αρχές 18ου αι.) και της Αγίας Μελάνης της Ρωμαίας (+8 Ιουνίου 410).

ΠΗΓΗ : "  http://www.epidavros.gr   " 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου