ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

«Πράσινο φως» για ελάφρυνση του χρέους

Σαφή βελτίωση βλέπουν οι δανειστές

15/04/2014

Η αντίστροφη πορεία με στόχο την αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους δρομολογήθηκε μετά την έξοδο της χώρας μας στις αγορές, σύμφωνα με το ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρόιτερ’ς.

Επικαλούμενο δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, το πρακτορείο περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι Ευρωπαίοι εταίροι σκέπτονται να μειώσουν το βάρος από το χρέος: Τα δάνεια δεν θα διαγραφούν, αλλά η διάρκεια αποπληρωμής τους θα επιμηκυνθεί από τα τριάντα στα πενήντα χρόνια, ενώ θα μειωθούν κι’ άλλο κάποια επιτόκια.
Σύμφωνα με το πρακτορείο, ένας λόγος για την πολύ ομαλή έκδοση των 5ετών ελληνικών ομολόγων με απόδοση 4,95%, πριν από την επίσκεψη στήριξης της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ, ήταν ότι οι επενδυτές αναμένουν ευρύτατα μία ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας προς δημόσιους πιστωτές.
«Αυτό ελήφθη σημαντικά υπόψη στον καθορισμό της τιμής των ομολόγων και η αγορά αναμένει επίσης ότι η Ελλάδα θα αναβαθμισθεί γρήγορα από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης», δήλωσε ο Αλεσάντρο Τζιασάντι, υψηλόβαθμος αναλυτής της τράπεζας ING στο Άμστερνταμ, προσθέτοντας:
«Σε ένα δεύτερο στάδιο, η αγορά προσδοκά επίσης τα επόμενα χρόνια μία μείωση του κεφαλαίου που οφείλεται σε δημόσιους πιστωτές χωρίς διαγραφή του χρέους που οφείλεται σε ιδιώτες».
Το αν θα επαληθευτούν πλήρως οι προσδοκίες αυτές, σημειώνει το Ρόιτερ’ς, θα γίνει σαφές αργότερα στη διάρκεια του έτους, όταν θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις με την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ για την πιο μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση της Ελλάδας και το τέλος του προγράμματος διάσωσής της.
Ωστόσο, σημειώνει το δημοσίευμα, οι ηγέτες της ΕΕ έχουν κοινό συμφέρον να βοηθήσουν τον εύθραυστο συνασπισμό του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά να παραμείνει στην κυβέρνηση, παρά να δουν τον αντιμνημονιακό «ταραξία» (σ.σ. anti-bailout firebrand) Αλέξη Τσίπρα να ανέρχεται στην εξουσία ζητώντας μαζική διαγραφή του χρέους.
Οι πιστωτές από τη Βόρεια Ευρώπη αντιτίθενται σφοδρά στην άμεση διαγραφή του χρέους, καθώς οι επικριτές της Ελλάδας θεωρούν ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ένα είδος «επιβράβευσης» της χώρας μας για την κακή διαχείριση της Ελλάδας κατά το παρελθόν. Τα κοινοβούλιά τους και οι ευρωσκεπτικιστές θα επαναστατούσαν ή θα προσέβαλαν δικαστικά την όποια διαγραφή χρέους. Η επιμήκυνση των λήξεων των δανείων και η μείωση του κόστους δανεισμού, όμως, έχουν γίνει ήδη μία φορά και είναι πολιτικά λιγότερα εκρηκτικές στη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Φινλανδία.
«Η επιμήκυνση των δανείων στον δημόσιο τομέα και η μείωση των επιτοκίων ανοίγουν ένα παράθυρο για νέο δανεισμό στην Ελλάδα από τον ιδιωτικό τομέα χωρίς τον φόβο ανταγωνισμού με τους πιστωτές του δημόσιου τομέα, όταν θα έρθει ο χρόνος αποπληρωμής τους», δήλωσε η κυρία Έλενα Ντέιλι, διευθύντρια της συμβουλευτικής εταιρείας EM για θέματα δημόσιου χρέους με έδρα το Παρίσι. Το προφίλ του χρέους μίας χώρας - το χρονοδιάγραμμα μελλοντικών αποπληρωμών ή αναχρηματοδότησης υποχρεώσεων - είναι πιο σημαντικό για τους επενδυτές από το απόλυτο μέγεθος του χρέους της, αναφέρει το δημοσίευμα.
Ερωτηθείς για το τι σχεδιάζουν να κάνουν οι ευρωπαϊκές Αρχές σχετικά με τα «βουνά» χρέους έναντι του δημόσιου τομέα που οφείλουν η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος της ΕΕ απάντησε με έναν γρίφο: «Ποιος ήταν πρωθυπουργός της Βρετανίας, όταν η χώρα αποπλήρωσε το χρέος της προς τις ΗΠΑ από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;».
Η απάντηση είναι ο Τόνι Μπλερ το 2006, περισσότερα από 60 έτη μετά το τέλος του πολέμου. Στην πραγματικότητα, η Βρετανία έχει ακόμη κάποιο απλήρωτο χρέος στην Ουάσιγκτον από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έναν αιώνα μετά την έναρξή του.
Οι δαπάνες για τόκους απορροφούν σχεδόν το 5% του ελληνικού ΑΕΠ, ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με αυτό της Γαλλίας. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία πληρώνουν επίσης ένα ποσοστό μεταξύ 4,5% και 5% του ΑΕΠ για την εξυπηρέτηση του χρέους τους. Η Ιταλία πληρώνει το 5,3% του ΑΕΠ για δαπάνες τόκων, ένα τεράστιο βάρος.
Η προσπάθεια αναζωογόνησης μίας οικονομίας, που έχει τέτοιο επίπεδο εξυπηρέτησης του χρέους είναι σαν να επιταχύνεις με το χέρι πάνω στο φρένο, σημειώνει το δημοσίευμα. Κατά τρόπο ειρωνικό, η «βουτιά» στην αγορά ομολόγων την περασμένη εβδομάδα μπορεί να κάνει δυσκολότερο για την Αθήνα να αποσπάσει μία διαγραφή χρέους που θα επιτάχυνε την ανάκαμψή της, αναφέρει το δημοσίευμα, σημειώνοντας ότι τα spreads των ομολόγων των ασθενέστερων ευρωπαϊκών χωρών- οι διαφορές των αποδόσεων τους σε σχέση με αυτή των γερμανικών τίτλων - έχει μειωθεί σχεδόν στα προ της κρίσης επίπεδα, καθώς οι ξένοι επενδυτές θεωρούν την Ευρωζώνη σχετικά πιο ασφαλή από τις αναδυόμενες αγορές.
Λαγκάρντ και Τόμσεν
«Βλέπουμε επιτέλους για πρώτη φορά θετική ανάπτυξη» στην Ελλάδα, δήλωσε στην Ουάσιγκτον, η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, προσθέτοντας ότι «επιστρέφει η εμπιστοσύνη» των αγορών για τη χώρα μας και ότι «κάτι καλό γίνεται».
Μιλώντας στο πλαίσιο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι εργασίες της οποίας ολοκληρώθηκαν χθες, η επικεφαλής του Ταμείου τόνισε, επίσης, ότι «έγιναν σημαντικά βήματα» και ότι «οι άμεσες επενδύσεις θα επιστρέψουν στην Ελλάδα».
«Μοιράζομαι την ανησυχία του ελληνικού λαού, διότι γνωρίζω τα στοιχεία για την ανεργία και γνωρίζω ότι έχει ειδικότερα επιπτώσεις στη νεολαία, σ' αυτούς που σπούδασαν και βρίσκονται αντιμέτωποι με το τείχος της ανεργίας», είπε η κ. Λαγκάρντ.
Απαντώντας σε ερώτηση για το αν έχει να δηλώσει «κάτι ελπιδοφόρο για τον απλό Έλληνα πολίτη» υπογράμμισε συγκεκριμένα:
«Βλέπουμε μερική βελτίωση, βλέπουμε επιτέλους για πρώτη φορά θετική ανάπτυξη. Αυτοί οι αριθμοί είναι πλέον θετικοί. Βλέπουμε τις εξαγωγές από την Ελλάδα να κινούνται επιτέλους προς τη σωστή κατεύθυνση, βλέπουμε μία πολύ περήφανη χώρα επιτέλους να δανείζεται από τις αγορές σε όχι εξαιρετικά, αλλά σε κάθε περίπτωση, πολύ καλά επιτόκια. Και με πολύ μεγάλη ανταπόκριση. Έτσι, η ελπίδα μου είναι ότι επιστρέφει η εμπιστοσύνη ως αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων, καθώς επιστρέφει θα αυξηθούν και οι επενδύσεις. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις θα επιστρέψουν στην Ελλάδα και οι επενδυτές θα την θεωρήσουν ως ένα μέρος που αξίζει να βάλουν τα χρήματά τους, τις επενδύσεις τους και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Επίσης, πιστεύω ότι μερικές από τις διαφορετικές μεταρρυθμίσεις θα αποφέρουν αποτελέσματα. Γνωρίζω ότι ο ιδιωτικός τομέας έχει υποστεί το μεγαλύτερο βάρος του Προγράμματος. Ελπίζω πραγματικά ότι αυτό θα συνεχίσει να βελτιώνεται και δεν θα φαίνεται μόνο στα στοιχεία που αφορούν την ανάπτυξη, τις εξαγωγές και τα οικονομικά, αλλά επίσης και στους αριθμούς των ανθρώπων που βρίσκουν δουλειά στην ελληνική αγορά».
Στη συνέχεια, η κα. Λαγκάρντ πρόσθεσε ότι «το ταξίδι (για την Ελλάδα) δεν έχει τελειώσει, υπάρχουν ακόμα και άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να ολοκληρωθούν και πολύ δουλειά που πρέπει να γίνει στην πορεία. Το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν σε θέση να επιστρέψει στις αγορές και στο πλαίσιο που το έκανε, είναι σαφώς με μία ένδειξη ότι κάτι καλό γίνεται».
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ στη χώρα μας, Πολ Τόμσεν, σε αποκλειστική συνέντευξη στον ανταποκριτή του MEGA στις ΗΠΑ, Μιχάλη Ιγνατίου, χαρακτήρισε «σημαντικό ορόσημο» την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. 
«Πιστεύω ότι είναι σημαντικό ορόσημο. Ένας θεμελιώδης στόχος του προγράμματος είναι η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Αυτό ήταν το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα. Το χαιρετίζουμε λοιπόν. Πιστεύω ότι θα διευκολύνει την επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στις αγορές. Ήταν σημαντικό βήμα» ανέφερε ο κ. Τόμσεν, σε ερώτηση για το αν είναι παράτολμη η σταδιακή έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.
Απαντώντας στον Μιχάλη Ιγνατίου, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τόνισε:
«Δεν θα συζητούσα για ένα νέο πρόγραμμα. Έχουμε πρόγραμμα αλλά κατά την άποψή μας, θα χρειαστεί και άλλη χρηματοδότηση. Το πρόγραμμα συνεχίζεται μέχρι τις αρχές του 2016. Και κατά τη γνώμη μας η χρηματοδότηση δεν επαρκεί μέχρι το 2016 και στη νέα αξιολόγηση θα χρειαστούν κι άλλα χρήματα. Δεν μιλάμε για ένα μεγάλο ποσό όπως στο παρελθόν. Είναι τίποτα σε σύγκριση με το παρελθόν. Αλλά πιστεύω ότι θα χρειαστεί μεγαλύτερη αρωγή».
Αναφερόμενος στη βιωσιμότητα του χρέους είπε πως κινείται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα και πως είναι απολύτως απαραίτητο -για να αποκτήσει η Ελλάδα πλήρη πρόσβαση στις αγορές και να πάψει να στηρίζεται στη χρηματοδότηση από επίσημο θεσμό- να μειωθεί το χρέος σε χαμηλότερα επίπεδα.
Τέλος, ο κ. Τόμσεν ανέφερε πως το καλοκαίρι θα υπάρξει μια βραχύχρονη αποστολή στην Αθήνα και οι κύριες διαπραγματεύσεις θα γίνουν το φθινόπωρο.
Ο ξένος Τύπος
«Η επιτυχής έκδοση ομολόγου της Ελλάδας είναι διδακτική», ανέφερε σε άρθρο γνώμης η γερμανική οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt», υπογραμμίζοντας ότι «οι επενδυτές προτιμούν να κοιτάζουν στο μέλλον και όχι στο παρελθόν» και ενδιαφέρονται περισσότερο «για πολιτικά μηνύματα παρά για πολιτικές λεπτομέρειες».
Η αυξημένη ζήτηση ήταν «μια καλή είδηση» για την Ελλάδα, καθώς, όπως επισημαίνεται, καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της όσο δεν συμμετέχουν και οι κεφαλαιαγορές. «Τώρα συμμετέχουν. Η εύνοια των Αγγλοσαξόνων επενδυτών, οι οποίοι δίνουν τον τόνο διεθνώς, δίνει στη χώρα και πάλι λίγη περισσότερη κυριαρχία» αναφέρει ο αρθρογράφος και υπενθυμίζει δήλωση του Αμερικανού επενδυτή της Japonica Holdings Πολ Καζαριάν το περασμένο φθινόπωρο, ότι η απόδοση των ελληνικών ομολόγων θα έπεφτε εντός του 2014 κάτω από το 5%.
«Στην ίδια την Ευρωζώνη, το θάρρος των επενδυτών προκαλεί όμως και σκέψεις. Δεν βλέπουν οι αγορές πόσα προβλήματα δεν έχουν ακόμη λυθεί; Σπεύδουν και πάλι οι κερδοσκόποι στα τυφλά στο ρίσκο; Από πού προέκυψε η στροφή από την απόλυτη επιφύλαξη στη νέα αξιοθαύμαστα μεγάλη εμπιστοσύνη; Παίζουν και πάλι οι αγορές τρελά;» διερωτάται ο συντάκτης, για να απαντήσει ο ίδιος ότι «οι αγορές δεν τρελάθηκαν, αλλά λειτουργούν με δική τους λογική, την οποία πολιτικοί και ακόμη και κάποιοι κεντρικοί τραπεζίτες δεν προσέχουν πάντα αρκετά. Από αυτή την άποψη, η επιτυχής τοποθέτηση των ελληνικών ομολόγων αποτελεί ένα μάθημα».
«Οι τυπικοί επενδυτές προτιμούν να κοιτάζουν μπροστά παρά πίσω. Αξιολογούν πάντα τις ευκαιρίες, σε σχέση με άλλες ευκαιρίες και δεν προσανατολίζονται με βάση το τι είναι καλό ή κακό, αλλά το τι είναι στη δεδομένη στιγμή καλύτερο ή χειρότερο. Ενδιαφέρονται περισσότερο για ισχυρά πολιτικά μηνύματα από ό,τι για πολιτικές λεπτομέρειες. Και για αυτούς έχει αποφασιστική σημασία, εάν τα προβλήματα είναι υπό έλεγχο και όχι αν έχουν λυθεί. Επιπλέον, ο καθένας πηγαίνει προς την κατεύθυνση που πιστεύει ότι σύντομα θα κινηθούν κι οι άλλοι. Αυτό ισχύει προ πάντων για επενδυτές που σκέφτονται βραχυπρόθεσμα, οι οποίοι ήταν εκείνοι που, στην περίπτωση του νέου ελληνικού ομολόγου, έπαιξαν, προφανώς, μεγάλο ρόλο. Αυτή η νοοτροπία αγέλης είναι επικίνδυνη, αλλά δεν αποτελεί την μόνη εξήγηση για τον ξαφνικό ενθουσιασμό για την Ελλάδα και άλλες ταραγμένες χώρες της Ευρωζώνης» σημειώνει.
Ο αρθρογράφος πιστώνει μεγάλο μέρος αυτής της αλλαγής στον διοικητή της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ο οποίος, όπως εξηγεί, «κατέστησε σαφές στους επενδυτές ότι η ΕΚΤ θα παρέμβει, αν δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα» ενώ τα προγράμματα στήριξης απέδειξαν ότι μεταξύ των Ευρωπαίων υπάρχει αλληλεγγύη. Αναφέρει δε ότι «οι μεγάλες αξιώσεις της κυβέρνησης της Αθήνας από τους Έλληνες πολίτες, τους έδειξαν ότι εκεί υπάρχει πράγματι η βούληση για αλλαγή, ενώ οι σημαντικές βελτιώσεις καταγράφονται και στα οικονομικά στοιχεία» και εκτιμά πως «το ότι πολλά προβλήματα είναι άλυτα, είναι, άρα, υπό αυτή την έννοια, δευτερεύον».
Σημειώνει μάλιστα ότι υπάρχουν σήμερα παγκοσμίως πολύ λίγες χώρες χωρίς πολλά προβλήματα και τα δικά τους ομόλογα δεν έχουν σημαντική απόδοση, όπως και της Γερμανίας και αναφέρει ότι οι επενδυτές γνωρίζουν ότι στο μέλλον ίσως υπάρξει και πάλι κάποιου είδους έμμεσο κούρεμα χρέους για την Ελλάδα.
«Αλλά και με αυτό τον κίνδυνο, το επιτόκιο αξίζει. Σχεδόν 5% με τόσο χαμηλό πληθωρισμό δεν είναι και λίγο» επισημαίνει ο αρθρογράφος και καταλήγει τονίζοντας ότι ήταν καιρός να έρθει από τις χρηματαγορές και ένα θετικό μήνυμα - ότι οι προσπάθειες ανταμείβονται.
Η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές ομολόγων την περασμένη εβδομάδα ήταν συμβολικά μία σημαντική στιγμή για την κρίση του ευρώ, αναφέρεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας Wall Street Journal, με τίτλο: «Το ρεύμα γυρίζει για την Ελλάδα- και την Ευρωζώνη».
Η ζήτηση ύψους 20 δις ευρώ από ξένους επενδυτές για το 5ετές ομόλογο, της χώρας που ήταν στο επίκεντρο της κρίσης, με απόδοση χαμηλότερη από 5%, δείχνει ότι η αγορά τώρα πιστεύει πως η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ευρωζώνη, ότι δεν θα καταρρεύσει στο χάος και ότι η όποια περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους της θα δοθεί από τους δημόσιους παρά τους ιδιώτες πιστωτές της. Πριν έναν χρόνο, λίγοι ήταν αυτοί που θα έβαζαν το στοίχημα αυτό, αναφέρει ο αρθρογράφος της εφημερίδας Σάιμον Νίξον.
Αυτή ήταν, όμως, προσθέτει ο αρθρογράφος, η τελευταία μόνο από μία σειρά εξελίξεων εφέτος, που δείχνουν πόσο πολύ έχει αλλάξει το κλίμα στην αγορά σε σχέση με τη Νότια Ευρώπη. Η μεταβολή ξεκίνησε τον Ιανουάριο, όταν η κρατικοποιημένη ισπανική τράπεζα Bankia μπόρεσε να εκδώσει μη καλυμμένα ομόλογα. Έκτοτε, η Μαδρίτη πούλησε σε διεθνείς επενδυτές μετοχές της Bankia και άλλες ισπανικές τράπεζες -μαζί με ιταλικές, αυστριακές, ακόμη και ελληνικές- άντλησαν κεφάλαια. «Η αγορά τραπεζικών μετοχών αποτελεί μεγαλύτερο στοίχημα για την οικονομική ανάκαμψη από την αγορά κρατικών ομολόγων, καθώς δεν υπάρχει (για τις πρώτες) η σιωπηλή εγγύηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας» σημειώνει ο Νίξον.
«Το κύμα των ροών κεφαλαίων σε περιουσιακά στοιχεία χωρών σε κρίση έρχεται εν μέσω αυξανόμενων ενδείξεων, ότι η Νότια Ευρώπη "έχει περάσει τα δύσκολα" (has turned the corner). Το σημαντικό είναι ότι μειώνεται τώρα η ανεργία: Το ποσοστό της ανεργίας κορυφώθηκε στο 15,1% στην Ιρλανδία στις αρχές του 2012, στο 17,5% στην Πορτογαλία στις αρχές του 2013 και στο 26,5% στα μέσα του 2013 στην Ισπανία» σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Berenberg, Χόλγκερ Σμίντινγκ.
«Η ανεργία μειώνεται τώρα και στην Ελλάδα», τονίζεται στο δημοσίευμα.
«Η μείωση της ανεργίας» επισημαίνεται «ενισχύει την εγχώρια εμπιστοσύνη και δαπάνη. Η εμπιστοσύνη επωφελείται επίσης από την αύξηση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, δηλώνουν κάποιοι τραπεζίτες. Οι προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης αλλάζουν συνεχώς ανοδικά του τελευταίους έξι μήνες. Αν και η ΕΚΤ συνεχίζει να προειδοποιεί ότι η πρόβλεψή της για ανάπτυξη 1,2% εφέτος ενέχει κινδύνους, οι πολιτικοί από το Βερολίνο και τη Μαδρίτη έως τη Λισαβόνα και το Παρίσι εκφράζουν την πεποίθησή τους ότι η ανάπτυξη είναι υψηλότερη από τις επίσημες προβλέψεις».
Ο Νίξον σημειώνει ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ευρωζώνης έχει αντιμετωπισθεί, καθώς τα δημοσιονομικά ελλείμματα των περισσότερων χωρών έχουν μειωθεί σε επίπεδο που η σχέση χρέους τους ως προς το ΑΕΠ θα έπρεπε να αρχίσει να μειώνεται από εφέτος. Επίσης, αναφέρει, έχει αντιμετωπισθεί και το πρόβλημα του ισοζυγίου των εξωτερικών συναλλαγών των χωρών που είναι σε κρίση: Η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Ιρλανδία έχουν κλείσει τα μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών τους, γεγονός που σημαίνει ότι δεν χρειάζονται πλέον δάνεια από το εξωτερικό για να πληρώσουν τις εισαγωγές τους. Η Νότια Ευρώπη είναι επίσης σε καλό δρόμο για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ανταγωνιστικότητάς της, χάρη στη μεγάλη μείωση του κόστους εργασίας της σε σχέση με της Γερμανίας.
Αυτό που παραμένει, προσθέτει ο αρθρογράφος, είναι το σημαντικό πρόβλημα του χρέους και συνδεδεμένο με αυτό είναι το πρόβλημα της ανεργίας, που όσο επιμένει θα αποτελεί κίνδυνο για την πολιτική σταθερότητα. Το χρέος ανέρχεται στο 172% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, στο 125% στην Ιρλανδία, το 129% στην Πορτογαλία, το 133% στην Ιταλία και στο 93% στην Ισπανία. «Ένα τόσο υψηλό χρέος αφήνει την Ευρωζώνη εκτεθειμένη σε σοκ, που μπορεί να προέλθουν από μία αυστηρότερη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ, από την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας ή την ένταση στην Ουκρανία. Το υψηλό χρέος αποτελεί επίσης δυνητικό βάρος στην ανάπτυξη, καθώς η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και η απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα μειώνουν την εγχώρια ζήτηση. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος είναι ακόμη δυσκολότερη στο τρέχον περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού».
Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος χρέους εξαρτάται από την ανάπτυξη, τονίζει ο Νίξον. «Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι μία δημοσιονομική ή νομισματική ώθηση. Αλλά, δεν είναι μεγάλη η συναίνεση στο πόσο όφελος θα απέφεραν ένα γερμανικό πρόγραμμα υποδομών ή ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ ή ένα αρνητικό επιτόκιο- ή ακόμη αν θα έκαναν περισσότερο κακό από καλό».

ΠΗΓΗ :   "  ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΝΗ     " 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου